ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΑΜΜΕΝΤΟΛΕΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΑΜΜΕΝΤΟΛΕΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ

Δημοσίευση από karipis » Τρί 08 Ιουν 2010, 02:24

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΑΜΜΕΝΤΟΛΕΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ
(περιοχή Καλαβρίας)



Για ν’ ανεβείς στα Γκρεκοχώρια τού Ασπρομόντε ξεκινάνε τρείς ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι από τη Μπόβα Μαρίνα. Ο ένας γιά τό Κοντοφούρι, Γκαλλιτσανό, ό άλλος γιά τό Ροκκαφόρτε ντέλ Γκρέκο, Ροχούδι, χωριό τού Ροχουδιού, καί ό τρίτος κατ’ ευθείαν γιά τη Μπόβα, πού τη λένε σουπεριόρε ή σούπρα δηλ. επάνω, γιά να τήν ξεχωρίζουν από τη Μπόβα Μαρίνα.
Ακολουθώντας τό χείμαρρο τής Αμμεντολέας, τη μεγάλη φιουμάρα, όπως τη λένε, παίρνεις τον πρώτο δρόμο. Τό ποτάμι αυτό αναφέρεται και στ’ αρχαία χρόνια με διάφορα ονόματα. Ο Στράβωνας καί ό Διονύσιος ό Περιηγητής τό λένε Άλετσε ή Άλιτσε, ό Θουκυδίδης Καϊτσίνο, ό Παυσανίας Ελιάνο καί ό Πλίνιος Άλεξ. Πηγάζει από τήν ψηλότερη κορφή τού Ασπρομόντε, τό Μοντάλτο, καί στ’ αρχαία τό αναφέρουν πλωτό, γιατί ή θάλασσα έμπαινε τότε βαθιά ώς τήν Αμμεντολέα τό χωριό, πού κλεινόταν μέ σιδερένιες πόρτες. Τό νερό έφτανε τά 60 μ. βάθος ενώ τώρα τά χωριά Αμμεντολέα καί Σάν Κάρλο βρίσκονται πολύ ψηλότερα από τά νερά. Όλη η περιοχή έχει αλλάξει μορφή από τήν αρχαιότητα όχι μόνο από τις καταστροφές πού τής έκαναν οι επιδρομές τών κατακτητών αλλά καί από τις συνεχείς κατολισθήσεις, πού άλλαξαν καί τό βάθος τού ποταμού. Όλοι όμως λένε ο χωριανοί, πώς η πόρτα η σιδερένια τού κάστρου έκλεινε έξω τη θάλασσα, πού μέχρι εκεί έφτιαχνε ένα φυσικό λιμάνι για ν’ αράξουν ο εχθροί καί να ανέβουν πιο πάνω γιά τίς πόλεις.
Όπως όλα τά Καλαβρέζικα ποτάμια κάθε χειμώνα καί αυτό κατεβάζει χώμα από τά βουνά καί φέρνει άμμο από τη θάλασσα κάνοντας ένα έδαφος γόνιμο γιά λίγο, πού επωφελούνται ο φτωχοί χωρικοί γιά να καλλιεργήσουν. Αλλ’ όταν μέ τίς βροχές έλθουν οι μεγάλες πλημμύρες καταπίνοντας εκτάσεις ολόκληρες καλλιεργημένες, παρασέρνοντας ολόκληρες σοδειές φυσικά σαρώνουν καί τούς μικροκήπους πού έφτιαξαν οι φτωχοί Αμμεντολέζοι.
Μέχρι πριν γίνει ό δρόμος ανέβαινα στα χωριά τά Ελληνικά μέ τό μουλάρι από τη φιουμάρα τής Αμμεντολέα καί ό Φούντακας ήταν ό σταθμός πού προμήθευε ζώα καί οδηγό γιά τά βουνά όταν τό ποτάμι ήταν ξερό. Τό νερό έφτιαχνε νέα ποταμάκια κι αυτό έφτανε μόνο γιά να ποτίσουν τούς κήπους τους καί τά χωραφάκια τους καί καμιά φορά γιά να τούς δώσει καί λίγο χέλι γιά να τό ψήσουν αλλάζοντας έτσι τη συνηθισμένη τους τροφή καί γιά να πιούν λίγο περισσότερο από τό όμορφο κρασί τους.
Ανεβαίνοντας παράλληλα στο ποτάμι καί τώρα, από τό δρόμο πού τον δροσίζουν τά πλατάνια, σού χαμογελάν απ’ τη φιουμάρα οι πρικοντάφναι, όπως λένε τίς πικροδάφνες εκεί. Είναι σαν ρόζ νυφούλες καί άσπρες στα πλάγια ή πάνω στις νασίδες δηλ. στα νησάκια, στις ξέρες πάνω στην ποταμένια άμμο. Δεξιά κι αριστερά μιά αλυσίδα από βουνοκορφές μοιάζει να κοροϊδεύει τούς αγρότες κάθε φορά πού πασχίζουν να στεριώσουν τά χωραφάκια τους στα χαμηλά, γιατί ξέρουν πώς όσο κι αν τούς βάζουν φράχτες, πάλι τό χειμώνα θα τούς κατεβάσουν χώματα, νέες φράνες• πάλι θά ‘χουν συνεργάτη τους τά ποτάμια πού θά φουσκώσουν πηγαίνοντας γιά τη θάλασσα.
Μέ μιά μόνο ματιά μπορείς να καταλάβεις τι γίνεται εκεί γύρω με τά στοιχεία τής φύσης, πού βλέπουν εχθρικά καί τό δουλευτάρη ακόμα άνθρωπο. Κι όμως, ό Καλαβρέζος, πού έμαθε από τον Έλληνα άποικο πριν πολλούς αιώνες να δουλεύει τήν Ιταλική γή καί από τόν ασκητικό βυζαντινό καλόγερο ν’ αντέχει στις καιροφοβέρες, δεν σκύβει στη μοίρα του, αλλά στέκεται φρουρός τής λιγοστής περιουσίας του, προστάτης τής οκογένειάς του, φτιάχνοντας ποιήματα μέ τό παράπονο στο στόμα:

ούτοι φαμπριγκεύουν
σπίτια στα τζουνάρια
τσ’ εγκώ στο μάλι
ντέ σώνω τοιχώει•
σπριμέγκου αν τη λιθάρι
τσ’ εγκουαίνει σούκο
τσ’ εμένα εσήκεσε
τσιόλα η φουντάνα.

αυτοί φτιάχνουν
σπίτια στους γκρεμούς
κι εγώ στο πλάτωμα
δέν μπορώ να χτίσω•
σπάνε τήν πέτρα
καί βγαίνει
σύκο κι εμένα ξεράθηκε
ακόμα κι η βρύση.


Προχωρώντας βλέπεις χωριουδάκια μ’ ολοκάθαρες αυλές, μέ κρεμασμένα σκόρδα, κρεμμύδια, πιπεριές γιά τό χειμώνα, ενώ από ψηλά, στα δεξιά, πάνω στο φαλακρό βουνό, στήν άσπρη πέτρα σα μήτρα δεσποτική στο θρόνο τών αιώνων, ανάμεσα στο σύννεφα μόλις φαίνεται η Μπόβα. Δέν ξεχωρίζεις αν είναι σπίτια ή καστέλλο αυτά πού βλέπεις κι όμως σού τραβάει τό βλέμμα κάτι μέ σεβασμό σ’ εκείνη τήν αετοφωλιά τήν Ελληνική, πού μοιάζει να σ’ ευλογάει από ψηλά θυμίζοντάς σου πώς εκεί ήταν έδρα επισκοπική στα παλιά τά χρόνια.
Στ’ αριστερά σου είναι η βουνοκορφή μέ τό χωριό Σάν Κάρλο. Μιά γέφυρα στρίβει δεξιά 5 χιλιόμετρα καί σε πάει στήν Αμμεντολέα. Η Μπόβα καί η Αμμεντολέα ή Αμμινταλία, ήταν τά πρώτα καταφύγια στο εσωτερικό τής χώρας γιά τούς Έλληνες τού Νότου, όταν τούς πολέμησαν οι κάθε λογής βάρβαροι. Στο ποτάμι τής Αμμεντολέας λέει ό Στράβωνας πώς έγινε καί η μάχη τών Συρακουσίων καί Αθηναίων μέ τούς Λοκρούς, τότε πού τό ποτάμι αυτό ήταν σύνορο, σταθμός σημαντικός ανάμεσα στίς δυό αντιμαχόμενες δημοκρατίες τού Ρήγιου καί τών Λοκρών• γι’ αυτό καί σαν προμαχώνας πάνω στο ποτάμι στεκόταν η πόλη καί τό βαθύ ρέμα τού ποταμιού γινόταν φυσικό εμπόδιο γιά τό στρατιωτικό δρόμο γιά τό Ρήγιο. Εξάλλου ήταν καί μιά αρτηρία μεταφορική γι’ αυτό γινόταν κι αιτία να φιλονικούν οι δυό δημοκρατίες μέ τίς ατέλειωτες ανάμεσά τους φυλετικές διαφορές. Ακόμα σήμερα γιά να μπεις στήν πόλη βλέπεις τά ίχνη από τη μεγάλη πόρτα πού κλείνοντας άφηνε τούς εχθρούς στο έλεος τού ορμητικού ποταμιού ενώ προστάτευε τέλεια τήν πόλη. Τό μεσαιωνικό κάστρο πού έγινε τό 1154 σώζεται μέχρι σήμερα χαρίζοντας από τά τείχη του μιά θέα πανοραμική. Μερικές βυζαντινές εκκλησίες μέ τα Ελληνικά ονόματά τους καί τούς λιπόσαρκους βυζαντινούς Άγιους τους στις ξεφτισμένες τοιχογραφίες, μαρτυράν τό πέρασμα τών καλόγερων-φρουρών τής ορθοδοξίας.
Ή Αμμεντολέα καί η Μπόβα ήταν οι πρώτοι βουνίσιοι οικισμοί τών Ελλήνων μετά τά χρόνια τής Μ. Ελλάδας πού αναφέρονται στους χάρτες από τό 1200. Η Αμμεντολέα, στα χρόνια τής Μ. Ελλάδας, όπως μάς λένε μερικές επιγραφές είχε τ’ όνομα Ντεκαστάντιουμ. Μία ακόμα επιγραφή «μαγαζί» δείχνει πώς ήταν εμπορικός δρόμος γιά τά γύρω χωριά. Οι Ιταλοί λένε πώς ήταν η αρχαία Περίπολη, πού ίσως λεγόταν έτσι από τό κάστρο πού έζωνε τήν πόλη. Οι ιστορικοί πού θέλησαν να τό εξακριβώσουν γιατί βρέθηκαν εκεί καί νομίσματα από τά χρόνια τής Μ. Ελλάδας, δέν μπόρεσαν να τραβήξουν τέλεια τό πέπλο τών αιώνων καί να πουν ποιό ήταν τό πραγματικό της όνομα ή αν ήταν κάποια άλλη πόλη πού τήν αφάνισαν τελείως οι βάνδαλοι. Η παλιά πόλη έχει ερείπια από ναούς, τάφους, κολόνες καί ένα υδραγωγείο. Γενικά πιστεύεται πώς η οχυρωμένη αυτή στα παλιά χρόνια πόλη πρέπει να ‘ταν σπουδαία, αφού έστελνε άλλωστε καί παιδιά της στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Εύθυμος νίκησε τρείς φορές στήν 74η, 76η καί 77η Ολυμπιάδα καί στα Πύθεια τό 484, 477 καί 476 π.Χ. Τό άγαλμά του βρίσκεται σήμερα στους Λοκρούς. Ακόμα δείγμα τής ανάπτυξης τής πόλης μάς δίνει ό σχολιαστής Τ. Aceti πού μάς λέει πώς είχε τούς νόμους τού Ζάλευκου καί τού Χαρώνδα, πού τούς έγραψαν πολύ πριν από τό Δράκοντα καί τό Σόλωνα (Αριστοτέλης, Πολιτικά• Κικέρων De legibus βιβλ. 20).
Όταν οι Νορμανδοί πήραν τη γή καί τήν μοίρασαν, τότε εμφανίστηκε καί τό κράτος τής Αμμεντολέας, πού περιλάμβανε τέσσερις περιοχές, όπως φαίνεται, τόν 14ο αιώνα, τό Ροκκαφόρτε ντέλ Γκρέκο (Roccaforte del Greco) τό Ροχούδι (Ricudioum), τό Γκαλλιτσανό (Gallicianum) καί τήν Αμμεντολέα. Αργότερα προστέθηκε καί τό Κοντοφούρι ή Κοντοχούρι (Condofuri) δηλ. προάστειο, κοντινό χωριό. Η Αμμεντολέα λόγω τού στενού χώρου ανάμεσα στα βουνά καί τό ποτάμι, δέν μπορούσε να έχει περισσότερους από 300 κατοίκους. Γι’ αυτό ξεμάκραινε κι ανοιγόταν στη γύρω
έκταση.
Στήν εποχή τού φεουδαρχισμού, οι άρχοντες υποχρέωναν τούς πληθυσμούς να κατοικήσουν στις έρημες κι εγκαταλειμμένες περιοχές, μέ τήν υπόσχεση να τούς δώσουν προνόμια (consuetudine) δηλ. άγραφος νόμος, έθιμο τού φέουδου. Έτσι, ελευθέρωναν φυλακισμένους καί τούς υποχρεώναν να δουλέψουν τη γή πού τούς έδιναν. Ο Άραβας γεωγράφος λέει πώς εκεί οι ντόπιοι ζούσαν σε σπηλιές. Οι Έλληνες πού ανέβηκαν από τά παράλια έφτιαξαν καλύβες καί αργότερα σπιτάκια. Η εύκολη καλλιέργεια εκεί τής συκομουριάς, τής συκαμινέας όπως τη λένε μέχρι τώρα, ήταν καί μιά από τίς βασικές αιτίες πού διάλεξαν τόν τόπο. Έλληνες καί Εβραίοι καταγίνονταν μέ τό μετάξι κι έκαναν εκεί μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες μεταξιού (mores industria). Η βυζαντινή λέξη συκαμινό δηλ. μουριά, ακούγεται εκεί ακόμα, κι ας λιγόστεψαν τά δέντρα κι ας μήν υπάρχουν πιά Εβραίοι, πού ήταν οι πιο σπουδαίοι έμποροι μεταξιού στήν Καλαβρία καί Σικελία, γι’ αυτό καί τούς καταδίωκαν οι Αραγωνέζοι.
Ακόμα καί από τό Ρήγιο, μετά τούς σεισμούς ανέβηκαν πρόσφυγες στήν Αμμεντολέα. Γι’ αυτό μεγάλωνε ό πληθυσμός από Έλληνες πού πήγαιναν εκεί μόλις μάθαιναν γιά τά προνόμια πού έδιναν, γιά τήν κτηνοτροφία καί τό μετάξι. Έτσι εξηγείται η Αμμεντολέα πού είχε μόνο 300 κατοίκους τό 1276 να γράφεται πώς έχει 2.244 κατοίκους καί τό 1795 να έχει 3.150 παρά τούς θανάτους καί τις επιδημίες πού μάστιζαν τήν περιοχή. Τώρα πάλι η Αμμεντολέα έχει τόν παλιό πληθυσμό της, μόνο 300 κατοίκους. Η μελαγχολία καί η δυσπιστία είναι τυπωμένη στο πρόσωπό τους. Λίγα πράγματα έμειναν σ’ αυτούς από τήν παλιά εποχή, από τίς όμορφες Ελληνικές παραδόσεις πού τούς ξεχώριζαν. Η μιζέρια καί η δεισιδαιμονία τούς κρατάει μακριά από τήν κοινωνική ζωή. Πιστεύουν ακόμα στα φαντάσματα, στα στοιχειά, στίς μάγισσες καί τους καλλικαντζάρους. Φοβούνται να βγούν στήν παλιά πόλη, γιατί πιστεύουν πώς θά βγούν οι νεκροί να ζητήσουν τά δίκια τους. Πραγματικά σε συγκλονίζουν αν έχεις τήν υπομονή καί ακούσεις πόσες ιστορίες λένε σχετικά μέ τίς συφορές πού σε καιρούς τούς βρήκαν, ιστορίες γεμάτες παράπονο καί κλάμα. Οι άντρες, λίγοι ακόμα πού μιλάν Ελληνικά, λιάζονται στήν πλατεία αλλά δέν σού μιλάν, γιατί τούς έχει μείνει ακόμα ό φόβος από τήν εποχή πού τούς φώναζαν ταμάρρι, παντέκους, γιατί δέν καταλάβαιναν τη γλώσσα τους, πού εκείνοι τήν είχαν γιά καμάρι. Όταν πάρουν θάρρος καί καταλάβουν όσα τούς λες τότε ή Ελληνική ψυχή τους ξυπνάει.

— Εμπάτε τσέ κασήτε στο σπίτι μα.. Ήρτετε ώντε (εδώ) άσε λάργκα (από μακριά) να μα κανουνήετε (να μάς δείτε)... βλέπει ώντε ντέν έχομε τίσπο (τίποτε), παραπονούνται γιά τη φτώχεια τους καί σού δείχνουν τίς μυγδαλιές γύρω από τό χωριό ξεραμένες.
— Τούα έναι σύλα σερά (τούτα είναι ξύλα ξερά). Εφέτι έν έκανε μύνταλα (εφέτος δέν έκανε μύγδαλα)• τά έκασε ούλα ό φορέα (τά έκαψε όλα ό βοριάς) καί δέν έχουν να μάς φιλέψουν.
Μιά γριούλα σε παρακολουθεί μασουλώντας μέ βλέμμα απόκοσμο, παραπονεμένο, ενώ παίρνει να βοσκήσει τη γίδα της. Κι αναρωτιέσαι τάχα η γίδα θά ζήσει τη γριά ή η γριά τη γίδα.
Μυρουδιές από κρασί, ιδρώτα και σκόρδο ανακατεύονται μέ κοπριά. Διάφορα πρόσωπα στρουμπουλά κι ηλιοκαμμένα γεμάτα περιέργεια σε ζώνουν στήν πλατεία καί σε ρωτάν:
— Πότεν ήρτε ώντε... τί γκυρέει; θά πιάει τί καντί;
Ενώ ο γυναίκες βιάζονται να κρυφτούν βυζαίνοντας τά παιδιά τους, ετοιμάζοντας τήν τροφή τους, πού κι αν ακόμα δέν είναι γίδα βραστή αλλά σαλάτα σκέτη μέ ντομάτα καί πολύ κρεμμύδι, γίνεται αγνή βουνίσια τροφή, πού δε μολύνθηκε ακόμα από τ’ αχνάρια τού πολιτισμού μέ τά τεχνικά μέσα. Καί νιώθεις έτσι μέ μιάς καί σύ, λευτερωμένος από τό άγχος τής μεγαλούπολης, κυριευμένος από τήν καλόβολη διάθεση να ευχαριστηθείς μέ τό ελάχιστο, να μοιραστείς τη στέρηση, κάτω απ’ τόν ολοκάθαρο αέρα.
Οι γέροι μέ τό βοσκοράβδι τους ταιριάζουν τέλεια πάνω σ’ αυτές τις αγριόπετρες, πού τη μόνη ομορφιά, πού παίρνουν από τά μεσογειακά χαμογελαστά ακρογιάλια, είναι τά όμορφα χρώματα μέ τις πλούσιες εναλλαγές τών ηλιαχτίνων σαν πέφτουν πάνωθέ τους, λούζοντάς σε μέ μιά παραδείσια ηλιοφάνεια, πού βαλσαμώνει κάθε πόνο στήν καρδιά σου.
Οι Αμμεντολέζοι έχουν παροιμίες όμοιες μ’ αυτές πού έχομε κι εμείς από τ’ αρχαία χρόνια καί σού τις λένε μέ χαρά:
«Τσείνο πού έχει ένα βίτσιο, τ’ αφήνει σαν πεθάνει» δηλ. σαν αυτό πού λέμε εμείς «πρώτα πεθαίνει ό άνθρωπος καί μετά τό βίτσιο». Ακόμα λένε: «Σέρει πλεό ό πάτσιο στο σπίτι το ντικό του παρά ό σάβιο στο σπίτι των άντω» δηλ. «πιο πολλά ξέρει ό τρελός στο σπίτι του παρά ό σοφός στο σπίτι των άλλων».
Το τραγούδι είναι κι εκεί όπως καί στο Σαλέντο μιά έκφραση ζωής καί οι ερωτευμένοι τραγουδάνε:


Ήλιο, τί όλο τον κόσμο
περπατείσαι
αν το λεβάντι στο
πονέντε πάει
τσείνη γκαπάω εγκώ
τί σού χωρείσαι
κανούνετο τσέ βρε
ά σού γκελάει•
τσέ πέτου τί εγκώ
πασέγκω ποντά γκουά.
Ούλοι μού λέγκου
τραγκούντα, τραγκούντα
εμένα ντέ μού
γκουαίνει ασέ καρντία.

Ήλιε πού γυρνάς
σ’ όλο τον κόσμο
από την ανατολή στη
δύση πας
εκείνη πού αγαπάω
εσύ τη θωρείς
κοίτα και δες
αν σού γελάει΄
και πες της ότι εγώ
περνάω πολλά βάσανα.
Όλοι μού λένε
τραγούδα, τραγούδα
μα εμένα δε μού
βγαίνει απ’ την καρδιά.



Ο έρωτας καί η δουλειά είναι η μόνη χαρά γιά τούς ανθρώπους αυτούς πού από χρόνια κατάλαβαν πώς η ευτυχία ενός λαού καί η προκοπή βρίσκονται στα χέρια τών δουλευτάδων τής γής, σ’ εκείνους πού κλαδεύουν τά δέντρα γιά να μεγαλώσουν, σ’ εκείνους πού βόσκουν τά κοπάδια από γίδια καί γελάδια κι ας τούς παίρνει ό φορρέα όλα τά μύνταλα. Γιατί έχουν μέσα τους φιλοσοφία, πού τήν κληρονόμησαν από τούς Πυθαγόρειους καί τούς Ελεάτες, πού έζησαν στα μέρη τους καί λένε: «Τσείνο τί έναι τή σεπουρτούρα έναι τζουντάρη, τσείνο πού έναι στο μάλι τζήει απένα» πού πάει να πεί «όποιος είναι στον τάφο είναι ζωντανός, εκείνος πού είναι έξω μόλις καί ζεί».
Συνηθίζουν ακόμα να λένε: «Τό σκύντο πού αλυστάει ποντύ νταγκάνει λίγκο» δηλ. «ό σκύλος πού γαυγίζει πολύ, δαγκάνει λίγο».
Η εικόνα τής εγκατάλειψης καί τής ούτε στο ελάχιστο κρατικής φροντίδας γιά ένα τόσο ιστορικό χωριό, αφού δίνει μιά γεύση από ό,τι πρόκειται στη συνέχεια να δείς καί στ’ άλλα χωριά.
Είναι κρίμα σε μιά τέτοια ιστορική γωνιά να γκρεμίζουν τοίχους γιά να φυτέψουν μιά φραγκοσυκιά, πού θά τούς δώσει στα σίγουρα τον άγριο καρπό της, ενώ θά μπορούσε εκεί να γίνει μιά φροντισμένη ανασκαφή πού θά ‘δινε αξία στόν τόπο αν όχι γιά τά χρόνια τής Περίπολης αλλά για τής ίδιας τής Αμμεντολέας, πού τό γερό κάστρο τό Νορμανδικό δείχνει να φύλαγε ένα γερό κόσμο, ένα αξιόλογο πληθυσμό μέ πλούσια παραγωγή σε λάδι, κρασί, μέλι καί τυριά.
Τό όνομα Αμμεντολέα, τό πήρε ή από κάποιο φεουδάρχη πού τό είχε γιά δικό του ή από τήν παραγωγή από μύγδαλα πού έχει η ζώνη. Άλλωστε έτσι φαίνεται καί από κείμενα τού Gusa (Diplomi Greci ed Arabi in Sicilia. Palermo 1086) και από τίτλους ακόμα φεουδαρχών όπως — Ιωάννης τής Αμμεντολέας, Αντωνέλλο τής Αμμεντολέας (1462). Ακόμα τό 1290 ήταν γνωστή καί ή εκκλησία τού Ευαγγελισμού τής Αμμεντολέας μέ τό άγαλμα τής Παναγίας μέ τό Χριστό τού περίφημου γλύπτη Αντωνέλλο Γκατζίνι (Antonello Gaggini). Τα ερείπια τής εκκλησίας βρίσκονται στη θέση Λάκκοι στο δρόμο γιά τό Μπόβα. Μέχρι τό 1789 η Αμμεντολέα είχε στο δήμο της τα γύρω χωριά μέχρι πού τό καθένα έγινε αυτόνομο τόν 19ο αιώνα.


ΠΗΓΗ: Μικρό απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο της Ανζέλ Μέργιανου, Ταξιδεύοντας στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, Εκδόσεις Ακρίτας.
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος karipis την Τρί 08 Ιουν 2010, 02:25, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
Λόγος: Σιγά να μη σε 'πω...
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λαογραφία”