Αντίλλες οι κληρονόμοι των διονυσιακών χορών

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Αντίλλες οι κληρονόμοι των διονυσιακών χορών

Δημοσίευση από karipis » Δευ 01 Ιουν 2009, 00:18


ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΛΩΝ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΤΩΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΧΟΡΩΝ



Jacqueline Rosemai


Οι καλένδες είναι οι πρώτοι χοροί των νησιών του Αρχιπελάγους της Καραϊβικής. Η καταγωγή τους είναι αναμφίβολα αφρικανική, από τους θρησκευτικούς χορούς βουντού, περιέχουν όμως στοιχεία που μαρτυρούν και ελληνική προέλευση, συγκεκριμένα από τους λατρευτικούς χορούς του Διονύσου, που είχαν εισαχθεί στο τελετουργικό της Καθολικής Εκκλησίας. Στο “Μπιγκίν” της Μαρτινίκας και στην “Ρούμπα” της Κούβας αναγνωρίζεται ακόμη και σήμερα η επίδραση διονυσιακών Χειρονομιών και ρυθμών.
Θα επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι οι χοροί και οι ρυθμοί που συνόδευαν τη λατρεία του Διονύσου στην αρχαιότητα διατηρούνται ακόμη στη μουσική έκφραση των νησιών του Αρχιπελάγους της Καραϊβικής, ιδιαίτερα της Μαρτινίκας, της Γουαδελούπης, της Αϊτής και της Κούβας. Η εργασία αυτή αποτελεί σύνθεση στοιχείων των πρώτων εργασιών μας που δημοσιεύθηκαν το 1986 και το 1990.
Για την ολοκλήρωση της έρευνας σχετικό με την καταγωγή των χορών των Αντιλλών, χρειάστηκε, εκτός από τους αφρικανικούς χορούς τους τελούμενους προς τιμήν του Βουντού, θεού των σκλάβων, να μελετήσουμε με το ίδιο ενδιαφέρον τους λατρευτικούς χορούς της Καθολικής εκκλησίας και τις διονυσιακές καταβολές τους. Η πορεία υπήρξε αποκαλυπτική, επειδή διαπιστώσαμε ομοιότητες ανάμεσα στα δύο είδη χορών, ομοιότητες που η Καθολική Εκκλησία προσπαθούσε πάντοτε με επιμέλεια να συγκαλύψει. Το συμπέρασμα στο οποίο οδηγηθήκαμε ήταν ότι πιθανότατα οι ομοιότητες αυτές συνδέονται με τα σύμβολα της λατρείας των δύο θεών: ο Χριστός συμβολίζει την ενσάρκωση και την ανάσταση, ο Διόνυσος και ο Βουντού είναι θεοί της γονιμότητας, της ζωής και του θανάτου.
Δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε που βρίσκουμε, τον 17ο αιώνα ακόμα, αρχαιότατους ρυθμούς και χορούς, ελληνικούς κυρίως, στις γαλλικές και ισπανικές αποικίες. Στην ιστορία του ανθρώπου, από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, οι θεότητες της γονιμότητας κατείχαν εξαιρετικά σημαντική θέση και οι λαοί εκδήλωναν πάντα την πίστη τους προς αυτές μέσω των λαϊκών λεγόμενων δοξασιών, την εξέφραζαν δε με το χορό, παρά τις επίσημες απαγορεύσεις της Εκκλησίας. Ένα ακόμη στοιχείο είναι ότι οι χοροί της γονιμότητας έχουν διασωθεί πλήρως ανά τους αιώνες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκτελούνταν από τους προϊστορικούς πολιτισμούς. Αυτό συνέβηκε, επειδή οι προφορικές δοξασίες των πολιτισμών δίδασκαν ότι η πιστή μεταβίβαση τραγουδιών, ρυθμών και χορών από τη μια γενιά στην άλλη εξασφάλιζε την εύνοια των προστατών θεών της κοινότητας, ενώ το αντίθετο τους εξόργιζε.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συναντάμε εντυπωσιακές ομοιότητες ανάμεσα στην αϊτινή λατρεία του Βουντού και στη λατρεία του Διονύσου, για τον οποίο η χριστιανική Εκκλησία, κληρονόμος της πλατωνικής φιλοσοφίας, αναγκάστηκε να ανεχθεί την τέλεση των διονυσιακών χορών, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις αποικίες της.



Από τον Διόνυσο στον Βουντού

Για να οργανώσουν εννοιολογικά την ηθική τους. οι φιλόσοφοι της Αρχαίας Ελλάδας Χρησιμοποίησαν πολλά στοιχεία των λαϊκών παραδόσεων και αποσιώπησαν άλλα, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με την προσωπική τους αντίληψη για το καλό. Διατηρώντας λοιπόν τους “πρωταρχικούς” θεούς αλλά με ανθρώπινη τώρα μορφή (“ανθρωπομορφισμός”) δημιούργησαν ένα νέο πάνθεον με νέους μύθους.
Ο Διόνυσος, ο οποίος λατρεύτηκε διαδοχικά με λατρείες διαφορετικού περιεχομένου (στην αργή θεός της γονιμότητας, της ζωής και του θανάτου, κατόπιν θεός της ευφορίας, για να ανακηρυχθεί οριστικά θεός του οίνου από τους φιλόσοφους) ήταν ο τελευταίος χρονικά θεός που κατέκτησε τον Όλυμπο. Υπήρξε εξέχουσα φυσιογνωμία στη θρησκευτική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας και γνώρισε τέτοια “επιτυχία” ως θεός του οίνου, ώστε προς τιμήν του δημιουργήθηκαν τα Διονύσια, ονομαστό για τις κωμωδίες και τους διθυράμβους. Όμως η λατρεία του, εξ αιτίας των “άγριων”, “χυδαίων” και οργιαστικών χορών που την συνόδευαν, δέχθηκε σοβαρή κριτική. Οι χοροί αυτοί πράγματι συμβόλιζαν την γενετήσια πράξη. Κατά την διάρκεια των τελετών οι πιστοί περίμεναν αληθινά την κάθοδο των θεών προς αυτούς, την οποία πίστευαν πως είχαν καθήκον να διευκολύνουν με νηστεία και με χορό που θα έφερνε την τελική έκσταση.
Την ίδια ακριβώς εξελικτική πορεία και πρακτική συναντάμε στην λατρεία του Βουντού, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πιστοί, σε κατάσταση έκστασης, περιμένουν την “κάθοδο του επιβήτορα θεού”.



Οι χριστιανικές Εκκλησίες και οι διονυσιακοί χοροί

Το γεγονός ότι οι χοροί των Αντιλλών είναι κατά ένα μέρος κληρονόμοι των διονυσιακών χορών οφείλεται στο ότι η Καθολική Εκκλησία, πανίσχυρη καθ’ όλη την περίοδο της αποικιοκρατίας, είχε ήδη αναγκαστεί να συνθηκολογήσει στο θέμα αυτό.
Οι πατέρες και οι λόγιοι της χριστιανικής Εκκλησίας συγκαταλέγονται μεταξύ των απογόνων των πλατωνικών φιλοσόφων. Ο Πλάτων, με τη διδασκαλία του ασκητισμού και της ενατένισης προς τους θεούς, οι ναοί των οποίων πρέπει να ανεγείρονται στις κορυφές των λόφων, εισάγει μια διαλεκτική που “ανυψώνει”. Και ο χριστιανισμός διδάσκει την προσευχή και τον ασκητισμό που ανυψώνουν επίσης την ψυχή προς τον Θεό.
Ενώ όμως η υπέρβαση, στην οποία έφθανε ο λαός μέσω του χορού και της έκστασης, είχε την αποδοχή των φιλοσόφων, μεταξύ των πατέρων της Εκκλησίας παρατηρούνταν έντονη διχογνωμία σε ό,τι αφορούσε τους χορούς που συνόδευαν τους ψαλμούς, τους ύμνους, τα άσματα και τις κωμωδίες, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ανήθικοι. Τον 2ο αιώνα, ο απολογητής Τερτυλλιανός συμπεριέλαβε ομαδικά στο ίδιο ανάθεμα την Αφροδίτη, τον Βάκχο, τους Χορούς των κωμωδιών, τους διονυσιακούς χορούς και τους χορούς των χριστιανών.
Η δύναμη των λαϊκών παραδόσεων ανάγκασε εντούτοις την Εκκλησία να συμβιβαστεί: αρκετοί επίσκοποι, προκειμένου να αποσπάσουν τον λαό από τον Διόνυσο, την Αφροδίτη και τον Βάκχο, εξακολούθησαν να ψάλλουν και να χορεύουν τους ύμνους, τους ψαλμούς και τα άσματα των αρχαίων λατρειών, με προσθήκη όμως χριστιανικών προσευχών. Όταν τον 4ο αιώνα ο χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία της Ρώμης, οι Πατέρες διατήρησαν, πάλι για τον ίδιο λόγο, τις καλένδες του Δεκεμβρίου - γιορτή της γέννησης του θεού Ηλίου και της παρθένου της Περσίας Μύριαμ - ως ημέρα εορτασμού της γέννησης του Χριστού. Και όχι μόνο τις καλένδες, αλλά και τις κωμωδίες και τους χορούς που εκτελούσε κατά την διάρκειά τους ο λαός.
Για να αφηγηθούν την γέννηση του Χριστού παρουσίαζαν μέσα στις εκκλησίες μικρές θεατρικές σκηνές με διάλογο, τραγούδι και χορό, ενώ οι πιστοί χόρευαν στο εσωτερικό και στο προαύλιο της εκκλησίας. Αυτοί οι λατρευτικοί και συνάμα λαϊκοί Χοροί ονομάστηκαν από τους ιερείς “καλένδες”. Τους χόρευαν μέχρι την Αντιμεταρρύθμιση όλοι, συμπεριλαμβανομένων και του Πάπα, των επισκόπων και των βασιλέων. Οι ιεροί χριστιανικοί χοροί της Ευρώπης δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο από τους αρχαίους χορούς που εκτελούσε ο λαός της Ρώμης κατά τη διάρκεια λατρευτικών τελετών, όμοιων καθ’ όλα με αυτές που συνόδευαν την λατρεία του Βουντού.



Ο χορός στις Αντίλλες ή η συνάντηση Διονύσου και Βουντού

Όταν αρχίζει ο εποικισμός των Αντιλλών τον 17ο αιώνα, η Εκκλησία της Γαλλίας, παρότι έχει αφαιρέσει από τη λατρεία της τους χορούς των καλενδών, δείχνει ανοχή στην εκτέλεσή τους από τους Γάλλους αποίκους της Γουαδελούπης, της Μαρτινίκας και της Αϊτής. Η ισπανική Εκκλησία, από την πλευρά της, ακολουθώντας το κανονιστικό της Σεβίλλης, συνεχίζει, στην Κούβα, να περιλαμβάνει στη λειτουργία της τις καλένδες. Ο πατήρ Labat, γάλλος ιεραπόστολος και χρονικογράφος. εντυπωσιάζεται όταν βλέπει τους χορούς αυτούς να εκτελούνται από τις μοναχές μέσα στις εκκλησίες τη νύχτα των Χριστουγέννων, μπροστά στους πιστούς. Έναν αιώνα αργότερα, όταν φτάνουν στα νησιά οι σκλάβοι και, επικαλούμενοι την βοήθεια του θεού Βουντού, εκτελούν τους δικούς τους χορούς της γονιμότητας, οι ιεραπόστολοι διαπιστώνουν την ομοιότητα των χορών αυτών με τους χριστιανικούς. Αυτό τους κάνει έκτοτε να αρνούνται ότι τους ίδιους αυτούς χορούς τούς είχε εισαγάγει στο τελετουργικό της η Εκκλησία τους.
Στη συνέχεια, οι χοροί της γονιμότητας θεωρούνται ότι έχουν μία μόνο πηγή, τις λατρείες του Βουντού. Στο εξής οι Γάλλοι θα ονομάζουν “καλένδες” μόνο τους χορούς των σκλάβων, οι δε Ισπανοί θα αποκαλούν τους ίδιους χορούς “tangos congo”.
Επίσης, οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας στην Κούβα απαγορεύουν τον χορό κατά την διάρκεια της λειτουργίας και μόνο κατά τις λιτανείες επιτρέπουν την εκτέλεση των καλενδών των σκλάβων και των αποίκων. Όμως οι ομοιότητες μεταξύ των λατρευτικών συνηθειών των χριστιανών και των βουντού δεν εξαντλούνται στους χορούς: οι μεγάλες γιορτές βουντού τελούνται τις ίδιες ημερομηνίες με τις δογματικές καθολικές γιορτές, δηλαδή στα ηλιοστάσια και στις ισημερίες. Συνοδεύονται από όργια, όπως ακριβώς οι λαϊκοί διονυσιακοί και οι χριστιανικοί χοροί.
Αν και οι τελετές αυτές προορίζονταν για τους μυημένους, ορισμένοι άποικοι και ιερωμένοι κατόρθωσαν να τις παρακολουθήσουν. Έτσι, έφθασαν ως τις μέρες μας περιγραφές χορών βουντού από δύο γάλλους συγγραφείς τον πατέρα Labat και τον Moreau de Saint-Merry, ο οποίος καταγόταν από την Μαρτινίκα και έζησε στον Άγιο Δομίνικο κατά την γαλλική κυριαρχία. Ο πατήρ Labat, αξιόλογος γάλλος ιερωμένος, περιγράφει ως εξής τον χορό βουντού που είδε να εκτελούν οι σκλάβοι της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης - όπου ήταν ιεραπόστολος από το 1694 μέχρι το 1705- και τον οποίο ονομάζει ‘Calenda”:
“Οι χορευτές σχηματίζουν δυο σειρές, μία οι άνδρες και μία οι γυναίκες, που τοποθετούνται η μία απέναντι στην άλλη. Γύρω από τους χορευτές και τα ταμπούρλα σχηματίζουν κύκλο οι θεατές και μαζί τους στέκουν όσοι είναι κουρασμένοι από το χορό. Σε λίγο ο πιο δεξιοτέχνης από τους θεατές αρχίζει ένα τραγούδι κατάλληλο για την περίσταση και οι άλλοι τον συνοδεύουν στο ρεφραίν, χτυπώντας δυνατά τα χέρια τους. Οι χορευτές χορεύουν με τα χέρια απλωμένα σαν να χτυπούν καστανιέτες. Πηδούν, κάνουν γρήγορες στροφές, πλησιάζουν δύο-τρία βήματα προς την αντικρινή σειρά, απομακρύνονται ακολουθώντας τον ρυθμό, και αυτό συνεχίζεται μέχρις ότου οι σειρές λάβουν από τον ήχο του ταμπούρλου το μήνυμα να ενωθούν χτυπώντας τους μηρούς αναμεταξύ τους, οι άντρες των γυναικών και αντίστροφα. Βλέποντάς τους να εκτελούν αυτήν την κίνηση, έχεις την εντύπωση ότι χτυπιούνται με την κοιλιά, στην πραγματικότητα όμως τα χτυπήματα δίνονται με τους μηρούς. Αμέσως μετά τραβιούνται προς τα πίσω, κάνουν μια στροφή και, μόλις το ταμπούρλο δώσει ξανά το σύνθημα, επαναλαμβάνουν τις ίδιες λάγνες κινήσεις πολλές φορές. Ενδιάμεσα αγκαλιάζονται, φιλιούνται και κάνουν δύο-τρεις γύρους, χτυπώντας πάντα τους μηρούς”.
Ο Moreau de Saint-Merry περιγράφει με τον δικό του τρόπο τα όργια που συνοδεύουν τις λατρείες βουντού: “Μερικοί ζαλίζονται και πέφτουν λιπόθυμοι, άλλοι καταλαμβάνονται από ένα είδος φρενίτιδας. Όλοι κατέχονται από ένα νευρικό τρεμούλιασμα που αδυνατούν να ελέγξουν. Στριφογυρίζουν αδιάκοπα. Μέσα σ’ αυτό το οργιαστικό γλέντι σχίζουν τα ρούχα τους ή δαγκώνουν τις σάρκες τους. Άλλοι, με χορευτικό πάντα ρυθμό, μεταφέρουν τους λιπόθυμους σε κοντινό μέρος, και εκεί, μέσα στο σκοτάδι και με τρόπο αηδιαστικό, συντελείται καταναγκαστικά η πιο ειδεχθής πορνεία”.
Στις περιγραφές αυτές αναγνωρίζουμε πλήρως τις χαρακτηριστικές κινήσεις των χριστιανικών και αφρικανικών καλενδών, οι οποίες άλλωστε κατόρθωσαν να διατηρηθούν μέχρι σήμερα στους περισσότερους από τους ορούς των Αντιλλών. Ο χορός που περιγράφει ο πατήρ Labat είναι ο χορός της γονιμότητας και της ζωής, ενώ ο Moreau de Saint-Merry μας δίνει δύο παραλλαγές του χορού της γονιμότητας και του θανάτου: την πρώτη, που ονομάζεται “chica”, χορεύουν οι κρεολοί κρατώντας ακίνητο τον θώρακα. Την δεύτερη, που στην Αϊτή ονομάζεται “banda”, χορεύουν οι σκλάβοι κάνοντας μηχανικές κινήσεις του κεφαλιού και του θώρακα. Οι κινήσεις αυτές, που συμβολίζουν αντίστοιχα την ακαμψία του θανάτου και την πορεία του, στο σύνολό τους μας θυμίζουν τις κινήσεις των ελληνικών πένθιμων χορών.


Από τους κρητικούς ρυθμούς στους ρυθμούς βουντού
Αν η συνέχεια των χειρονομιών των χορών της γονιμότητας από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι την εποχή του εποικισμού των Αντιλλών είναι εμφανής, για την ανακάλυψη της ομοιότητας των κρητικών ρυθμών με τους ρυθμούς βουντού χρειάστηκε η διεξαγωγή έρευνας από τους μουσικολόγους. Οι κρητικοί ρυθμοί είναι τέσσερις: ο κρητικός, ο τροχαίος, ο διτροχαίος και ο βάκχιος. Ο Theodore Reinach τους ταξινομεί στο ημιόλιο ή παιονικό είδος και σημειώνει ότι πρωτοεμφανίστηκαν στα χορευτικά κρητικά τραγούδια. Υπενθυμίζουμε ότι ο θρύλος θέλει τον Διόνυσο να έρχεται στην Ελλάδα μέσω Κρήτης. Δεν αποτελούν μόνο αναπόσπαστο μέρος των τραγουδιών, αλλά προσδιορίζουν και τον ρυθμό των χορών, σε “ostinato”, όπως στην περίπτωση των Αντιλλών.
Αν από τον κρητικό ρυθμό αφαιρεθεί το πρώτο του στοιχείο, προκύπτει ο ρυθμός του “μπιγκίν” της Μαρτινίκας και της Γουαδελούπης. Στην Κούβα, ο ρυθμός αυτός συναντάται σε όλους τους χορούς των αστών αποίκων, τις “contradanzas criollas’’. Οι τροχαίοι, οι διτροχαίοι και οι βάκχιοι ξαναβρίσκονται στις ρούμπες της Κούβας και στα “lewoz” (αγροτικοί χοροί της Γουαδελούπης. οι οποίοι τον καιρό της αποικιοκρατίας χορεύονταν από σκλάβους προς τιμήν της Παναγίας).
Παρά τις απαγορεύσεις τεσσάρων αιώνων, οι ρυθμοί και οι χειρονομίες των χριστιανικών καλενδών (που όπως είδαμε είχαν διονυσιακή προέλευση) και των calendas βουντού εξακολουθούν να Χαρακτηρίζουν τα μπιγκίν και τις ρούμπες, για να αναφέρουμε μόνο τους γνωστότερους χορούς των Αντιλλών. Αυτές οι calendas εξάλλου υπήρξαν οι πρώτοι χοροί των μιγάδων (τα menuets congos, οι contredanses, οι καντρίλλιες κλπ. εμφανίστηκαν αργότερα).
Με το πέρασμα του χρόνου οι ρυθμοί έχασαν τον λατρευτικό τους χαρακτήρα, ακόμα και στους χορούς των σκλάβων. Μένουν όμως ακόμα κάποιοι παλιοί ταμπουρλιέρηδες - οι πιο πολλοί μυημένοι σε μια πρακτική βουντού που έχει εκλείψει - και λίγοι χωρικοί που γνωρίζουν ότι οι ρυθμοί που εκτελούν έχουν λατρευτική προέλευση, αλλά αγνοούν ότι αυτή ανάγεται στην Καθολική λατρεία και ούτε θα συμφωνούσαν ότι η σχετική ανακάλυψη μπορεί να είναι αξιόπιστη.
Το έργο της ανασύνθεσης της πραγματικής ιστορίας της μουσικής και του χορού των Αντιλλών, προκειμένου να γίνει γνωστή και στους ντόπιους αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα των μουσικολόγων.



Πηγή: Το όμορφο βιβλίο Χορός και αρχαία Ελλάδα, των εκδόσεων Τρόπος Ζωής.



Απάντηση

Επιστροφή στο “Λαογραφία”