ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ (1095-1096)

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ (1095-1096)

Δημοσίευση από karipis » Κυρ 09 Μάιος 2010, 14:15

Σημείωση: Ο μόνος λόγος που ανεβάζω εδώ την κατάληξη της Σταυροφορίας του 1095-1096, είναι για να πάρετε μια γεύση (όσοι δεν έτυχε να διαβάσετε σχετικά) ποιοί ήσαν πραγματικά οι Σταυροφόροι, από ποιούς αποτελούνταν τα Σταυροφορικά σώμματα και τι ακριβώς επεδίωκαν.

___________________________________________



Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ


«μὴ δύνασθαι Κύριον εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπεν αὐτοῖς».
ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ IX, 28


Ο Πέτρος ο Ερημίτης έφθασε με τους οπαδούς του στην Κολονία το Μεγάλο Σάββατο, 12 Απριλίου 1096. Εκεί άρχισε ν' αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που έχει να συναντήσει ο αρχηγός μιας λαϊκής εκστρατείας. Το τεράστιο συνονθύλευμα των ενθουσιωδών ατόμων που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του αποτελούνταν από ανθρώπους από διάφορες περιοχές και διαφόρων τύπων. Μερικοί είχαν φέρει τις γυναίκες τους μαζί τους, άλλοι ακόμα και τα παιδιά τους. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήσαν χωρικοί, υπήρχαν όμως μεταξύ τους και άνθρωποι των πόλεων, νεώτερα μέλη ιπποτικών οικογενειών, πρώην ληστές και εγκληματίες. Ο μόνος δεσμός μεταξύ των ήταν η θέρμη της πίστεώς των. Όλοι τους είχαν απαρνηθεί τα πάντα για ν' ακολουθήσουν τον Πέτρο• και ήταν ανυπόμονοι να συνεχίσουν το δρόμο τους. Επί πλέον, ήταν ουσιώδες να τους έχει σε διαρκή κίνηση για να μπορεί να τους διαθρέψει, γιατί πολύ λίγες περιοχές στην μεσαιωνική Ευρώπη είχαν επαρκή περισσεύματα τροφίμων για να εφοδιάζουν επί πολύ μια τόσο μεγάλη ομήγυρη. Αλλά η Κολωνία βρισκόταν σε μια πλούσια περιοχή με καλές ποτάμιες συγκοινωνίες. Ο Πέτρος θέλησε να επωφεληθεί από το πλεονέκτημα των ευκολιών που αυτή παρουσίαζε, για να σταθεί για ένα διάστημα και να κάνει κήρυγμα στους Γερμανούς. Πιθανόν να ήθελε να προσελκύσει μερικούς από την τοπική αριστοκρατία στη Σταυροφορία του. Στη Γαλλία και στη Flanders οι ιππότες προτίμησαν να ενωθούν με την ομάδα κάποιου μεγάλου άρχοντα. Αλλά κανένας Γερμανός μεγάλος άρχοντας δεν πήγαινε στον ιερό πόλεμο. Το κήρυγμά του είχε επιτυχία. Μεταξύ των πολλών Γερμανών που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή του ήταν αρκετοί από την κατώτερη αριστοκρατία, με αρχηγούς τον κόμη Hugh von Τούμπινγκεν, τον κόμη Ερρίκο von Σβάρτζενμπεργκ, τον Walter von Τεκ και τους τρεις γιους του κόμη von Τσίμμερν.
Αλλά οι Γάλλοι ήσαν ανυπόμονοι. Ο Walter Σανς Αβουάρ αποφάσισε να μην περιμένει στην Κολωνία. Με μερικές χιλιάδες συμπατριώτες του εγκατέλειψε την πόλη μόλις πέρασε η εορτή του Πάσχα, προφανώς την Τρίτη της Διακαινησίμου και πήρε το δρόμο προς την Ουγγαρία. Βαδίζοντας προς τον ανάρρου του Ρήνου και του Νέκκαρ και ακολουθώντας το Δούναβη προς τον κατάρρου, έφθασε στα ουγγρικά σύνορα στις 8 Μαΐου. Εκεί έστειλε μήνυμα στον βασιλέα Κολομάν ζητώντας την άδειά του να διασχίσει το βασίλειό του και βοήθεια για να βρει προμήθειες για τους ανθρώπους του. Ο Κολομάν δείχθηκε φιλικός. Ο στρατός πέρασε μεσ' από την Ουγγαρία χωρίς δυσάρεστα επεισόδια. Προς το τέλος του μηνός έφθασε στο Σεμλίνο στα ακραία σύνορα και περνώντας τον ποταμό Σαύο μπήκε στο βυζαντινό έδαφος στο Βελιγράδι.
Ο στρατιωτικός διοικητής του Βελιγραδίου αιφνιδιάστηκε. Δεν είχε πάρει οδηγίες πώς ν' αντιμετωπίσει μια τέτοια εισβολή. Έστειλε το συντομότερο στη Ναϊσό, όπου ήταν η έδρα του διοικητού της επαρχίας Βουλγαρίας, να τον πληροφορήσει για την άφιξη του Walter. Ο διοικητής, ευσυνείδητος αλλά μέτριος αξιωματούχος, ονομαζόμενος Νικήτας, δεν είχε κι αυτός οδηγίες. Με τη σειρά του έστειλε ταχυδρόμο στην Κωνσταντινούπολη για να πάρει όσο το δυνατόν γρηγορότερα πληροφορίες. Στο μεταξύ ο Walter στο Βελιγράδι ζητούσε τρόφιμα για τους οπαδούς του. Η συγκομιδή δεν είχε ακόμα μαζευτεί και η φρουρά δεν είχε περισσεύματα. Έτσι ο Walter και τα στρατεύματά του άρχισαν να λαφυραγωγούν την ύπαιθρο, ο θυμός του είχε ανάψει εξ αιτίας ενός άτυχου επεισοδίου στο Σεμλίνο, όπου δεκαέξι από τους ανθρώπους του, οι οποίοι δεν είχαν περάσει το ποτάμι με τους συντρόφους των, επιχείρησαν να ληστέψουν μια αγορά. Οι Ούγγροι τους έπιασαν τους πήραν τα όπλα, τους έγδυσαν από τα ρούχα τους, τα οποία κρέμασαν στα τείχη του Σεμλίνου ως προειδοποίηση, και τους έστειλαν γυμνούς απέναντι στο Βελιγράδι. Όταν άρχισε η λεηλασία γύρω από το Βελιγράδι, ο διοικητής κατέφυγε στα όπλα. Στη σύγκρουση αρκετοί από τους ανθρώπους του Walter σκοτώθηκαν και άλλοι κάηκαν ζωντανοί μέσα σε μια εκκλησία.
Τελικά ο Walter κατόρθωσε να βαδίσει στη Ναϊσό, όπου ο Νικήτας τον δέχτηκε με καλοσύνη και του έδωσε τρόφιμα, κρατώντας τον εκεί ως που να πάρει την απάντηση από την Κωνσταντινούπόλη. Ο αυτοκράτωρ που είχε πιστέψει ότι η Σταυροφορία δεν θα ξεκινούσε από τη Δύση πριν από την εορτή της Αναλήψεως, αναγκάστηκε να επισπεύσει τα μέτρα του. Έδωσε εντολή στον Νικήτα να στείλει τον Walter υπό συνοδεία. Συνοδευόμενος από τη φρουρά του, ο Walter και ο στρατός του συνέχισαν το ταξίδι τους ειρηνικά. Στις αρχές Ιουλίου έφθασαν στη Φιλιππούπολη όπου ο θείος του Walter, Walter de Πουασύ, πέθανε• και πριν τα μέσα του μηνός έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη.
Από τον Walter πρέπει να έμαθε ο Νικήτας ότι ο Πέτρος δεν θ ' αργούσε να εμφανισθεί με πολύ μεγαλύτερη συνοδεία. Γι' αυτό πήγε στο Βελιγράδι για να τον συναντήσει και να πάρει επαφή με τον Ούγγρο κυβερνήτη στο Σεμλίνο.
Ο Πέτρος ξεκίνησε από την Κολωνία περί τις 20 Απριλίου. Οι Γερμανοί στην αρχή περιγέλασαν το κήρυγμά του• τώρα όμως πολλές χιλιάδες ενώθηκαν μαζί του, ώσπου οι οπαδοί του πλησίασαν τον αριθμό των 20000, άνδρες και γυναίκες. Άλλοι Γερμανοί, συνεπαρμένοι από ενθουσιασμό, σχεδίασαν ν' ακολουθήσουν αργότερα υπό τους Gottschalk και κόμη Emich von Leisingen. Από την Κολωνία, ο Πέτρος ακολούθησε τον συνηθισμένο δρόμο κατά τον ανάρρου του Ρήνου και του Νέκκαρ προς το Δούναβη. Όταν έφθασαν στο Δούναβη, μερικοί από τους συντρόφους του αποφάσισαν να ταξιδέψουν με πλοία στον ποταμό• αλλά ο Πέτρος και το κύριο σώμα του βάδισαν στο δρόμο που περνά νοτίως της λίμνης Ferto και μπήκαν στην Ουγγαρία στο Oedenburg. Ο ίδιος ο Πέτρος καβαλούσε τον γάιδαρό του και οι Γερμανοί ιππότες τ' άλογά τους, ενώ μερικά οχήματα κουβαλούσαν τα λίγα πράγματα που είχαν και το κιβώτιο με τα χρήματα που είχε μαζέψει για το ταξίδι. Οι πολλοί όμως από τους οπαδούς του πήγαιναν με τα πόδια. Όπου οι δρόμοι ήσαν καλοί κατόρθωναν να διανύουν είκοσι πέντε μίλια την ημέρα.
Ο βασιλεύς Κολομάν δέχτηκε τους απεσταλμένους του Πέτρου με την ίδια καλοσύνη που είχε δείξει στον Walter, προειδοποιώντας τους μόνο ότι κάθε απόπειρα για λεηλασία θα είχε την τιμωρία της. Ο στρατός κινήθηκε ειρηνικά μέσ' από την Ουγγαρία κατά τα τέλη Μαΐου και τις αρχές Ιουνίου. Σε κάποιο σημείο, πιθανόν κοντά στο Καρλόβεσι, ενώθηκαν με τα αποσπάσματα που είχαν ταξιδέψει με τα πλοία. Στις 20 Ιουνίου έφθασαν στο Σεμλίνο.
Εκεί άρχισαν οι δυσκολίες του. Τι ακριβώς συνέβη είναι ασαφές. Φαίνεται ότι ο κυβερνήτης, ο οποίος ήταν ένας Ghuzz, Τούρκος την καταγωγή, ανησύχησε από το μέγεθος του στρατού. Μαζί με τον συνάδελφό του από την άλλη πλευρά των συνόρων, επιχείρησε να κάνει αυστηρότερους τους αστυνομικούς κανονισμούς. Ο στρατός του Πέτρου είχε υποψίες. Είχε ακούσει φήμες για τα όσα είχαν υποφέρει οι άνθρωποι του Walter• φοβήθηκε ότι οι δύο κυβερνήτες είχαν συνωμοτήσει εναντίον του και σκανδαλίστηκε από το θέαμα των όπλων των δεκαέξι ανδρών του Walter που ήσαν ακόμα κρεμασμένα στα τείχη της πόλεως. Αλλά όλα θα είχαν πάει καλά αν δεν είχε προκύψει μία φιλονικία για την τιμή ενός ζευγαριού παπουτσιών. Αυτή οδήγησε σε μια εξέγερση που κατέληξε σε μάχη εκ παρατάξεως. Πιθανόν παρά την θέληση του Πέτρου, οι άνθρωποί του, υπό την ηγεσία του Godfrey Butel έκαναν επίθεση στην πόλη και κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη. Τέσσερις χιλιάδες Ούγγροι σκοτώθηκαν και οι σταυροφόροι κατέλαβαν μεγάλα αποθέματα από τρόφιμα. Έπειτα, φοβούμενοι την εκδίκηση του Ούγγρου βασιλέως, έσπευσαν να περάσουν τον Σαύο.
Πήραν όλα τα ξύλα που μπόρεσαν να μαζέψουν από τα σπίτια, με τα οποία κατασκεύασαν σχεδίες. Ο Νικήτας, παρακολουθώντας με αγωνία από το Βελιγράδι προσπάθησε να βάλει τη διάβαση του ποταμού υπό έλεγχο και να τους αναγκάσει να περάσουν μόνο από έναν πόρο. Τα στρατεύματά του ήσαν κυρίως από Πετσενέγους μισθοφόρους, ανθρώπους που μπορούσε να εμπιστευθεί ότι θα εκτελούσαν τυφλά τις διαταγές του. Τους έστειλε επάνω σε φορτηγίδες να εμποδίσουν κάθε διάβαση εκτός μόνο από το κατάλληλο σημείο. Ο ίδιος αναγνωρίζοντας ότι δεν είχε επαρκείς δυνάμεις για να τα βγάλει πέρα με τέτοιες ορδές, ξαναγύρισε στην Ναϊσό, όπου ήταν η έδρα της διοικήσεως της επαρχίας. Μετά την αναχώρησή του οι κάτοικοι του Βελιγραδίου εγκατέλειψαν την πόλη και πήραν τα βουνά.
Στις 26 Ιουνίου, ο στρατός του Πέτρου πέρασε βιαίως το Σαύο. Όταν οι Πετσενέγοι δοκίμασαν να περιορίσουν τους Φράγκους σε μία μόνο διάβαση, αυτοί τους επιτέθηκαν. Πολλές από τις φορτηγίδες βυθίστηκαν και οι στρατιώτες που ήσαν μέσα πιάστηκαν αιχμάλωτοι και θανατώθηκαν. Ο στρατός μπήκε μέσα στο Βελιγράδι και του έβαλε φωτιά, αφού πρώτα το λεηλάτησε ολοσχερώς. Κατόπιν βάδισε επί εφτά ημέρες μέσ' από τα δάση και στις 3 Ιουλίου έφθασε στη Ναϊσό. Ο Πέτρος έστειλε αμέσως στον Νικήτα για εφόδια και τρόφιμα.
Ο Νικήτας είχε πληροφορήσει την Κωνσταντινούπολη για την προσέγγιση του Πέτρου, και περίμενε τους αξιωματούχους και τη στρατιωτική συνοδεία που έρχονταν για να συνοδεύσουν τους δυτικούς ως την πρωτεύουσα. Είχε πολυάριθμη φρουρά στη Ναϊσό και την είχε ενισχύσει στρατολογώντας επί τόπου Πετσενέγους και Ούγγρους μισθοφόρους. Την άλλη μέρα το πρωί οι σταυροφόροι ξεκίνησαν ακολουθούντες το δρόμο προς τη Σόφια. Καθώς έβγαιναν από την πόλη μερικοί Γερμανοί, που είχαν φιλονικήσει με έναν κάτοικο την προηγούμενη νύχτα, έβαλαν φωτιά σε μια ομάδα μύλων κοντά στο ποτάμι. Όταν άκουσε αυτό ο Νικήτας έστειλε στρατιώτες να χτυπήσουν την οπισθοφυλακή και να πιάσουν μερικούς αιχμαλώτους τους οποίους θα μπορούσε να κρατήσει ως ομήρους. Ο Πέτρος, καβάλα στο γάιδαρό του βρισκόταν ένα μίλι πιο μπροστά και δεν ήξερε τίποτ' απ' αυτά, ώσπου ένας άνθρωπος, ονομαζόμενος Lambert, έφθασε τρέχοντας από την ουρά της φάλαγγας για να του τα πει. Γύρισε πίσω για να συναντήσει τον Νικήτα και να κανονίσει για την εξαγορά των αιχμαλώτων. Αλλά, ενώ αυτοί συζητούσαν, κυκλοφόρησαν φήμες μέσα στο στρατό για μάχη και για προδοσία. Μια ομάδα από θερμοκέφαλους γύρισε πίσω και έκανε επίθεση στα τείχη της πόλεως. Η φρουρά τους απέκρουσε και έκανε αντεπίθεση• κατόπιν, ενώ ο Πέτρος, που είχε πάει να συγκρατήσει τους άνδρες του, επιχείρησε ν' αποκαταστήσει και πάλι την επαφή με τον Νικήτα, μια άλλη ομάδα επέμεινε για να επαναλάβει την επίθεση. Κατόπιν τούτου ο Νικήτας εξαπέλυσε όλες τις δυνάμεις του εναντίον των Σταυροφόρων τους οποίους έτρεψαν σε φυγή και κυριολεκτικώς διέλυσαν. Πολλοί απ' αυτούς σκοτώθηκαν, πολλοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά που πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους στην αιχμαλωσία εκεί τριγύρω. Μεταξύ των άλλων, ο Πέτρος έχασε και το κιβώτιό του με τα χρήματα. Ο ίδιος ο Πέτρος, μαζί με τον Rainald de Breis και τον Walter de Breteuil και με πεντακόσιους περίπου άνδρες, κατέφυγαν σε μια βουνοπλαγιά, πιστεύοντας ότι ήσαν οι μόνοι που είχαν επιζήσει. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί ενώθηκαν μαζί τους άλλες εφτά χιλιάδες και συνέχισαν την πορεία τους. Στην εγκαταλειμμένη πόλη Μπέλα Παλάνκα σταμάτησαν για να μαζέψουν την επιτόπια συγκομιδή, γιατί δεν τους είχαν μείνει τρόφιμα. Εκεί τους συνάντησαν και πολλοί άλλοι βραδυπορούντες. Όταν ξαναπήραν πάλι το δρόμο τους διαπίστωσαν ότι το ένα τέταρτο από το σύνολό τους είχε χαθεί. Αλλά προφανώς δεν μπορούσε να εξοικονομήσει άνδρες για να τους χρησιμοποιήσει ως συνοδεία του Πέτρου πριν φθάσουν οι στρατιώτες από την Κωνσταντινούπολη. Από το άλλο μέρος δεν ήταν καθόλου πρακτικό και μάλιστα ήταν επικίνδυνο ν' αφήσει ένα τόσο μεγάλο στράτευμα να μένει άπρακτο για πολύ γύρω από την Ναϊσό. Γι' αυτό ζήτησε από τον Πέτρο να του αφήσει ομήρους, ενώ ο Νικήτας φρόντιζε να συγκεντρώσει τρόφιμα για τους άνδρες του και κατόπιν να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όλα πήγαν καλά στην αρχή. Παραδόθηκαν ως όμηροι ο Godfrey Burel και ο Walter de Breteuil. Oι ντόπιοι κάτοικοι όχι μόνο επέτρεψαν στους σταυροφόρους ν' αποκτήσουν τα εφόδια που χρειάζονταν, αλλά πολλοί απ' αυτούς έδωσαν ελεημοσύνες στους φτωχότερους προσκυνητές. Μερικοί μάλιστα ζήτησαν να πάνε μαζί τους στο προσκύνημα.
Έφθασαν στη Σόφια στις 12 Ιουλίου. Εκεί συνάντησαν τους απεσταλμένους και την συνοδεία που είχαν σταλεί από την Κωνσταντινούπολη με διαταγές να τους έχουν πάντοτε πλήρως εφοδιασμένους και να φροντίζουν να μη μένουν πουθενά περισσότερο από τρεις ημέρες. Από τότε και μετά το ταξίδι τους πήγε καλά. Ο ντόπιος πληθυσμός ήταν φιλικός. Στη Φιλιππούπολη οι Έλληνες συγκινήθηκαν τόσο πολύ από τις διηγήσεις των παθημάτων τους ώστε τους έδωσαν πρόθυμα χρήματα, άλογα και μουλάρια. Δύο ήμερες έξω από την Ανδριανούπολη περισσότεροι απεσταλμένοι χαιρέτισαν τον Πέτρο με ένα ευγενικό μήνυμα εκ μέρους του αυτοκράτορα. Αποφασίσθηκε να συγχωρηθεί το εκστρατευτικό σώμα για τα εγκλήματά του, επειδή είχε ήδη αρκετά τιμωρηθεί. Ο Πέτρος έκλαψε από χαρά για την εύνοια που του έδειχνε ένας τόσο μεγάλος ηγεμών.
Το ευμενές ενδιαφέρον του αυτοκράτορα δεν έπαψε όταν οι Σταυροφόροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου. Ήταν περίεργος να ιδεί τον αρχηγό τους• κάλεσε τον Πέτρο σε ακρόαση στην αυλή, όπου του δόθηκαν χρήματα και καλές συμβουλές. Στο έμπειρο μάτι του Αλεξίου η εκστρατεία δεν έκανε εντύπωση. Φοβήθηκε ότι αν περνούσε στην Ασία οι Τούρκοι θα την κατέστρεφαν σε λίγο. Αλλά η απειθαρχία της τον ανάγκασε να την απομακρύνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη γειτονιά της Κωνσταντινουπόλεως. Οι δυτικοί διέπραξαν αναρίθμητες κλοπές. Διέρρηξαν βίλες και παλάτια στα προάστια, έκλεψαν ακόμα και το μολύβι από τις στέγες των εκκλησιών. Αν και η είσοδός τους στην Κωνσταντινούπολη περνούσε από αυστηρό έλεγχο, μόνο μικρές ομάδες από επισκέπτες επιτρεπόταν να περάσουν τις πύλες, ήταν αδύνατη η αστυνόμευση όλων των περιχώρων.
Ο Walter Σανς Αβουάρ και οι άνθρωποί του ήσαν ήδη στην Κωνσταντινούπολη και διάφορες ομάδες από Ιταλούς προσκυνητές έφθασαν εκεί περίπου τον ίδιο καιρό. Όλοι αυτοί ενώθηκαν με το εκστρατευτικό σώμα του Πέτρου και στις 6 Αυγούστου το σύνολο των δυνάμεών του περάστηκε στην άλλη ακτή του Βοσπόρου. Από την ασιατική ακτή προχώρησαν με μεγάλη αταξία, λεηλατώντας σπίτια και εκκλησίες κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας, στη Νικομήδεια, η οποία είχε εγκαταλειφθεί μετά τη λεηλασία της από τους Τούρκους, δεκαπέντε χρόνια πρωτύτερα. Εκεί ξέσπασε μια φιλονικία μεταξύ των Γερμανών και των Ιταλών από το ένα μέρος και των Γάλλων από το άλλο. Οι πρώτοι αποχωρίσθηκαν από τη διοίκηση του Πέτρου και διάλεξαν ως αρχηγό τους έναν Ιταλό άρχοντα ονομαζόμενο Rainald. Στη Νικομήδεια, τα δύο τμήματα του στρατού έστριψαν προς δυσμάς κατά μήκος της νότιας ακτής του κόλπου της Νικομήδειας προς ένα οχυρωμένο στρατόπεδο ονομαζόμενο Κιβωτό από τους Έλληνες και Civetot από τους Σταυροφόρους, το οποίο ο Αλέξιος είχε ετοιμάσει για τους δικούς του Άγγλους μισθοφόρους κοντά στην Ελενούπολη. Ήταν βολικό μέρος για να στρατοπεδεύσουν, δεδομένου ότι η περιοχή ήταν γόνιμη και μπορούσαν εύκολα να μεταφέρονται εφόδια δια θαλάσσης από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Αλέξιος είχε συστήσει στον Πέτρο να περιμένει τα κύρια σώματα των σταυροφορικών στρατών πριν επιχειρήσει οποιαδήποτε επίθεση κατά των απίστων• και ο Πέτρος είχε εντυπωσιασθεί από τη συμβουλή του• αλλά το κύρος του Πέτρου εξατμιζόταν. Οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, υπό τον Rainald, και οι δικοί του Γάλλοι, στους οποίους φαίνεται ότι ασκούσε την κυριότερη επιρροή ο Godfrey Burel, αντί να φροντίσουν σιγά σιγά ν' αναλάβουν δυνάμεις, συναγωνίζονταν μεταξύ τους στη λεηλασία της υπαίθρου. Πρώτα λεηλάτησαν την πιο κοντινή γειτονιά, έπειτα προχώρησαν προφυλακτικά σε εδάφη που κατείχαν οι Τούρκοι, αρπάζοντας τις συγκομιδές και ληστεύοντας τους χωρικούς που ήσαν όλοι Έλληνες χριστιανοί. Στα μέσα Σεπτεμβρίου πολλές χιλιάδες από τους Γάλλους ξεθαρρεύτηκαν να προχωρήσουν ως τις πύλες της Νίκαιας, της πρωτεύουσας του Σελτζούκου σουλτάνου Kilidj Arslan Ibn-Σουλεϊμάν. Λεηλάτησαν τα χωριά στα προάστια, έπιασαν τις αγέλες και τα κοπάδια που βρήκαν και βασάνισαν και έσφαξαν τους χριστιανούς κατοίκους με φρικώδη αγριότητα. Είπαν πως είχαν ψήσει μωρά παιδιά στη σούβλα. Ένα Τούρκικο απόσπασμα, που είχε σταλεί από την πόλη, αποκρούστηκε ύστερ' από σκληρή μάχη. Κατόπιν γύρισαν στην Κιβωτό, όπου πούλησαν τα λάφυρά τους στους συντρόφους των και στους Έλληνες ναύτες που ήσαν γύρω στο στρατόπεδο.
Αυτή η επωφελής γαλλική επιδρομή προκάλεσε τη ζηλοτυπία των Γερμανών. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Rainald ξεκίνησε με ένα γερμανικό σώμα από έξι χιλιάδες περίπου άνδρες, μέσα στους οποίους ήσαν ιερείς, ακόμα και επίσκοποι. Προχώρησαν πέρ' από τη Νίκαια, λεηλατώντας καθώς πήγαιναν αλλά, ηπιότεροι από τους Γάλλους, δεν πείραξαν τους χριστιανούς, ώσπου έφθασαν σ' ένα φρούριο ονομαζόμενο Ξερόγορδον. Κατόρθωσαν να το κυριεύσουν και, βρίσκοντάς το καλά εφοδιασμένο με τρόφιμα και εφόδια παντός είδους, σχεδίασαν να το καταστήσουν ένα κέντρο από το οποίο θα μπορούσαν να κάνουν επιδρομές στη γύρω περιοχή. Όταν έμαθε το κατόρθωμα των Σταυροφόρων, ο σουλτάνος έστειλε έναν ανώτερο στρατιωτικό διοικητή με μια μεγάλη δύναμη ν' ανακαταλάβει το φρούριο. Το Ξερόγορδον βρισκόταν απάνω σ' ένα λόφο και ο εφοδιασμός του σε νερό γινόταν από ένα πηγάδι ακριβώς έξω από τα τείχη και μία πηγή κάτω στην κοιλάδα. Ο Τουρκικός στρατός, φθάνοντας μπρος από το φρούριο την ημέρα του Αγίου Μιχαήλ, Σεπτεμβρίου, διέλυσε μια ενέδρα που είχε τοποθετήσει ο Rainald και, αφού κατέλαβε την πηγή και το πηγάδι, περιόρισε τους Γερμανούς, καλά κλεισμένους μέσα στο φρούριο. Σε λίγο οι πολιορκημένοι τρελάθηκαν από τη δίψα. Προσπάθησαν να στύψουν τη γη και να βγάλουν υγρασία• έκοψαν τις φλέβες των αλόγων και των γαϊδάρων τους για να πιουν το αίμα των• ήπιαν ακόμα και τα ούρα των. Οι ιερείς των προσπάθησαν εις μάτην να τους παρηγορήσουν και να τους ενθαρρύνουν. Ύστερ' από οχτώ ημέρες αγωνίας, ο Rainald αποφάσισε να παραδοθεί. Άνοιξε τις πύλες στον εχθρό με την υπόσχεση ότι θα του χαριζόταν η ζωή, αν θ' απαρνιόταν τον Χριστιανισμό. Όσοι έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους σφαγιάστηκαν. Ο Rainald και όσοι αποστάτησαν πήγαν στην αιχμαλωσία στην Αντιόχεια και στο Χαλέπι κι ακόμα πιο μακριά, στο Χορασσάν.
Η είδηση της καταλήψεως του Ξερόγορδου από τους Γερμανούς είχε φθάσει στο στρατόπεδο της Κιβωτού στις αρχές του Οκτωβρίου. Την ακολούθησε μια φήμη που τη διέδωσαν δύο Τούρκοι, ότι είχαν καταλάβει και την ίδια τη Νίκαια και μοίραζαν τα λάφυρα μεταξύ τους. Όπως το περίμεναν οι Τούρκοι, αυτό προκάλεσε ταραχώδη ερεθισμό στο στρατόπεδο. Οι στρατιώτες κραύγαζαν να τους επιτρέψουν να σπεύσουν στη Νίκαια, από δρόμους όπου ο σουλτάνος είχε στήσει με επιμέλεια ενέδρες. Οι αρχηγοί τους συναντούσαν δυσκολία να τους συγκρατήσουν, ώσπου ξαφνικά ανακαλύφτηκε η αλήθεια για την τύχη της εκστρατείας του Rainald. Η έξαψη μεταβλήθηκε σε πανικό, και οι αρχηγοί του στρατού συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τι έπρεπε να κάνουν. Ο Πέτρος είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη. Η εξουσία του πάνω στο στρατό είχε εξαφανισθεί. Έλπιζε να την αναβιώσει με κάποια ουσιαστική υλική βοήθεια από τον αυτοκράτορα. Υπήρχε μια κίνηση στο στρατό να βγουν για να εκδικηθούν το Ξερόγορδον. Αλλά ο Walter Σανς Αβουάρ έπεισε τους συναδέλφους του να περιμένουν την επιστροφή του Πέτρου, που τον περίμεναν ύστερ' από οχτώ ημέρες. Ωστόσο ο Πέτρος δεν επέστρεψε• και στο μεταξύ κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Τούρκοι πλησίαζαν με πολλές δυνάμεις προς την Κιβωτό. Το στρατιωτικό συμβούλιο συνήλθε και πάλι. Οι πιο υπεύθυνοι ηγήτορες, ο Walter Σανς Αβουάρ, ο Rainald de Μπρέις, ο Walter ντε Μπρετέιγ και ο Fulk της Ορλεάνης και οι Γερμανοί Hugh von Tübingen και Walter von Teck, εξακολουθούσαν να συνιστούν να μη γίνει τίποτα ώσπου να επιστρέψει ο Πέτρος. Αλλά ο Godfrey Burel με την κοινή γνώμη του στρατού πίσω του, επέμεινε ότι θα ήταν άνανδρο και ανόητο να μην προχωρήσουν εναντίον του εχθρού. Επέτυχε το σκοπό του. Στις 21 Οκτωβρίου τα χαράματα, ολόκληρος ο στρατός των Σταυροφόρων, που αριθμούσε 20000 άνδρες, βγήκε από την Κιβωτό, αφήνοντας πίσω του μόνο γέρους, γυναίκες και παιδιά καθώς και τους άρρωστους.
Τρία μονάχα μίλια από το στρατόπεδο, εκεί όπου ο δρόμος προς τη Νίκαια έμπαινε σε μία στενή, δασωμένη κοιλάδα, κοντά σ' ένα χωριό με το όνομα Δράκων, οι Τούρκοι είχαν στήσει ενέδρα. Οι σταυροφόροι βάδιζαν με θόρυβο και αταξία, με τους ιππότες καβάλα επικεφαλής των. Ξαφνικά μια βροχή από βέλη μέσ' από το δάσος σκότωσε ή τραυμάτισε τα άλογα και ενώ αυτά έριχναν τους αναβάτες τους και προκαλούσαν σύγχυση, οι Τούρκοι έκαναν επίθεση. Το ιππικό, κυνηγημένο από τους Τούρκους, έκανε πίσω και έπεσε απάνω στο πεζικό. Πολλοί από τους ιππότες πολέμησαν γενναία, αλλά δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον πανικό που κατέλαβε το στρατό. Μέσα σε λίγα λεπτά ολόκληρο το στράτευμα έφευγε με φοβερή αταξία προς την Κιβωτό. Εκεί, στο στρατόπεδο, μόλις είχε αρχίσει η καθημερινή ρουτίνα. Μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους κοιμούνταν ακόμα στα κρεβάτια τους. Εδώ κι εκεί κάποιος ιερεύς έψαλλε τον όρθρο. Την ώρα εκείνη μια ορδή τρομοκρατημένων φυγάδων χύθηκε μέσα στο φρούριο κυνηγημένη κατά πόδας από τον εχθρό. Δεν υπήρξε καμιά αντίσταση. Στρατιώτες, γυναίκες και ιερείς σφάχτηκαν πριν προφθάσουν να κινηθούν. Μερικοί κατέφυγαν στα γύροι δάση, άλλοι στη θάλασσα, αλλά πολύ λίγοι ξέφυγαν για πολύ καιρό. Άλλοι υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους για ένα διάστημα ανάβοντας φωτιές που ο άνεμος φυσούσε στα πρόσωπα των Τούρκων. Από τη σφαγή γλίτωσαν μόνο νεαρά αγόρια και κορίτσια των οποίων η εμφάνιση άρεσε στους Τούρκους, μαζί με μερικούς αιχμαλώτους που πιάστηκαν αργότερα όταν είχε περάσει η έξαψη της μάχης. Αυτούς τους πήραν σκλάβους. Περί τους τρεις χιλιάδες, πιο τυχεροί από τους άλλους, κατόρθωσαν να φθάσουν σ' ένα παλιό φρούριο κοντά στη θάλασσα. Ήταν πολύς καιρός που δεν το χρησιμοποιούσαν και οι πόρτες και τα παράθυρά του είχαν αφαιρεθεί. Αλλά οι νέοι του ένοικοι, με τη δραστηριότητα της απελπισίας, αυτοσχεδίασαν οχυρωματικά έργα με τα ξύλα που υπήρχαν τριγύρω και μπόρεσαν ν' αποκρούσουν τις επιθέσεις του εχθρού.
Το φρούριο κράτησε• αλλά παντού αλλού στο πεδίο της μάχης όλα είχαν τελειώσει ως το μεσημέρι. Πτώματα σκέπαζαν το έδαφος από το στενό του Δράκοντα ως τη θάλασσα. Μεταξύ των νεκρών ήσαν ο Walter Σανς Αβουάρ, ο Rainald ντε Μπρέις, ο Fulk της Ορλεάνης, ο Hugh von Tübingen, ο Walter von Teck, οι Conrad και Αλμπέρ von Zimmern και πολλοί άλλοι από τους Γερμανούς ιππότες. Οι μόνοι αρχηγοί που επέζησαν ήσαν ο Godfrey Burel, του οποίου η ορμητικότητα είχε προκαλέσει τη συμφορά, ο Walter de Breteuil και ο William de Poissy, ο Henry von Schwartzenberg, ο Φρειδερίκος von Zimmern και ο Ροδόλφος de Brandis, όλοι τους σχεδόν βαριά τραυματισμένοι.
Όταν έπεσε το σούρουπο, ένας Έλληνας που ήταν μαζί με το στρατό κατόρθωσε να βρει μια βάρκα και έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη για να πει στον Πέτρο και στον αυτοκράτορα για τη μάχη. Για το τι ένοιωσε ο Πέτρος δεν έχουμε στοιχεία για να πούμε αλλά ο Αλέξιος διέταξε αμέσως να κινηθούν πολεμικά πλοία επανδρωμένα με ισχυρή δύναμη προς την Κιβωτό. Με την άφιξη της βυζαντινής πολεμικής μοίρας οι Τούρκοι έλυσαν την πολιορκία του φρουρίου και αποτραβήχτηκαν στο εσωτερικό. Οι επιζώντες επιβιβάσθηκαν στα πλοία και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τους στέγασαν στα περίχωρα. Τους πήραν όμως τα όπλα.
Η Σταυροφορία του λαού είχε τελειώσει. Στοίχισε αρκετές χιλιάδες ψυχές είχε φέρει σε δύσκολη θέση την υπομονή του αυτοκράτορα και των υπηκόων του• και είχε διδάξει ότι η πίστη μόνη, χωρίς σοφία και πειθαρχία, δεν θα άνοιγε το δρόμο προς την Ιερουσαλήμ.


Πηγή: Το μοναδικό έργο του Στίβεν Ράνσιμαν, Ιστορία των Σταυροφοριών, από τις εκδόσεις του ΓΕΣ.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βυζαντινή Ιστορία”