Ο Ιππόδρομος στο Βυζάντιο.

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Ο Ιππόδρομος στο Βυζάντιο.

Δημοσίευση από karipis » Παρ 22 Φεβ 2008, 15:22

O ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Άρτον και θεάματα» έλεγαν « οι Ρωμαίοι. Άρτον και θεάματα ζητούσαν και οι Βυζαντινοί. Είναι βέβαιον, ότι οι κάτοικοι τής αυτοκρατορίας ήσαν εξαιρετικά φιλοθεάμονες. Πολλοί συγγραφείς, και ιδίως Πατέρες της Εκκλησίας, περιέγραψαν με τα ζωηρότερα χρώματα την μέχρι πάθους αγάπη των Βυζαντινών προς τα παντός είδους θεάματα, τα οποία κατακρίνουν και απαγορεύουν στους Χριστιανούς. «Υπάρχουν πόλεις», γράφει ό Μ. Βασίλειος, «οι οποίες δεν χορταίνουν, από βαθέος όρθρου μέχρις εσπέρας, να βλέπουν παντός είδους θεάματα, από διαφόρους Θαυματοποιούς». Άλλος συγγραφεύς, ό Λέων ό Διάκονος, χαρακτηρίζει τούς Βυζαντινούς ως τούς πιο φιλοθεάμονες από όλους τούς ανθρώπους:
«Φιλοθεάμονες των άλλων ανθρώπων Βυζάντιοι».
Τα θεάματα, τα οποία οι κάτοικοι των μεγάλων κυρίως πόλεων έβλεπαν, ήσαν πολλά και ποικίλα, από τα λαϊκώτερα, μέχρις εκείνων, τα οποία εχρηματοδοτούντο και κατηυθύνοντο από το κράτος. Στα λαϊκά, ας πούμε, θεάματα ανήκαν επιδείξεις εξηυερωμένων θηρίων, παραστάσεις μίμων, σχοινοβατών, θαυματοποιών και άλλων. Πολλές φορές, λόγου χάριν, προκαλούσε συναγερμό ή εμφάνισις, στους δρόμους και τις πλατείες, ενός πιθήκου, μιάς μαϊμούς. Όπως συμβαίνει και σήμερα, και την εποχή εκείνη την μαϊμού περιέφεραν Αθίγγανοι, οι οποίοι, μετά την σχετική επίδειξι, ζητούσαν από τούς θεατάς τον οβολόν των. Οι ίδιοι Αθίγγανοι επεδείκνυαν γυμνασμένες αρκούδες, οι οποίες διασκέδαζαν επίσης τούς κατοίκους με τα έξυπνα παιχνίδια τους. Τέλος, δεν ήταν ασύνηθες το φαινόμενο, να φέρουν στον κόρφο τους ξεδοντιασμένα φίδια. Συνηθισμένο επίσης θέαμα ήσαν τα άγρια θηρία. Επιτήδειοι θηριοδαμασταί κρατούσαν δεμένα από την μύτη με χονδρά σίδερα, με κούρκουρα, όπως έλεγαν, τίγρεις, λεοπαρδάλεις, λεοντάρια, ελέφαντες, ακόμη και ρινόκερους.
Ενδιαφέρον επίσης θέαμα αποτελούσαν οι νάνοι, οι γιγαντόσωμοι και τα γεννημένα τέρατα, των οποίων, σημειωτέον, ή εμφάνισις εθεωρείτο κακός οιωνός. Χρονογράφος, αναφερόμενος εις Σιαμαίους αδελφούς, έγραφε, γεμάτος έκπληξι και απορία: «Το εν ήσθιε και έπινε και το έτερον ούκ ήσθιε· το εν εκάθευδε και το έτερον εγρηγόρει, έστι δ’ ότε και συνέπαιζον προς άλληλα και έκλαιον αμφότερα και έτυπτον άλληλα· έζησαν δε μικρόν προς έτη δύο». Πολύ διασκέδαζαν οι Βυζαντινοί και με τούς μεταμφιεσμένους, οι οποίοι, κατά την εορτή συνήθως των Καλενδών, την 1η Ιανουαρίου, περιεφέροντο στους δρόμους προκαλούντες ασυγκράτητα γέλια. Παρά το γεγονός, ότι τις μεταμφιέσεις κατεδίκαζε ή Εκκλησία, πολλοί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι «εναλλάποντες την εαυτών φύσιν και τον τρόπον, μορφήν τού διαβόλου ενδύονται αιγείοις δέρμασι περιβεβλημένοι, το πρόσωπον ενηλλαγμένοι».
Όμως, ούτε τα θηρία, ούτε οι έξυπνες μαϊμούδες, ούτε οι μίμοι, ούτε οι σχοινοβάτες και τα άλλα αξιοπερίεργα και θαυμαστά, ήσαν ικανά να παραβληθούν με τον Ιππόδρομο, ή, όπως έλεγαν, το Ιππήλατον θέατρον, ή θέατρον ιπποδρομίου, ή θέατρον Ιππικού.
Ιπποδρόμια υπήρχαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής αυτοκρατορίας. «Εν ταις μεγίσταις πόλεσι», αναφέρει ό Ζωναράς «θέατρα ήν και ίπποι ετρέφοντο». Ονομαστότεροι Ιππόδρομοι εθεωρούντο εκείνοι τής Αλεξανδρείας, τής Αντιοχείας, τής Λαοδικείας, τής Νικομηδείας, τής Θεσσαλονίκης, τής Χαλκηδόνος, της μεσαιωνικής Σπάρτης και βεβαίως τής Κωνσταντινουπόλεως. Αναφέρεται ότι, το 536, επί βασιλείας Ιουστινιανού, ό γενικός
διοικητής Αλεξανδρείας Αυγουστάλιος, αγόρασε αντί τριακοσίων είκοσι χρυσών νομισμάτων έξη πώλους καταλλήλους για ιπποδρομιακούς αγώνες. Στην Νικομήδεια ή οποία κατεστράφη από σεισμό ό Θεοδόσιος Β’, πλην των άλλων οικοδομημάτων, έκτισε μεγαλοπρεπές ιπποδρόμιο. Στα ιπποδρόμια έτρεχαν κατά χιλιάδες οι άνθρωποι, για να απολαύσουν την «τερπνήν και χαρμόσυνον θέαν», όπως έλεγε ό Φιλόθεος και να συμμετάσχουν «στην δημοχαρή πανήγυριν», όπως αργότερα συνεπλήρωσε ό γραφικός Πτωχοπρόδρομος. Ο ίδιος σε άλλο σημείο και παραπονούμενος, γιατί δεν θα μπορούσε να παρακολουθήση τον αγώνα, βεβαιώνει, πώς δεν θα το θεωρούσε ντροπή, αν τού επέτρεπαν να πάη, έστω και ανυπόδητος, στον Ιππόδρομο. Το πάθος τους για τον Ιππόδρομο δεν εδίστασαν να μεταφέρουν ακόμη και στις εκκλησίες. Στα υπέρθυρα πολλών από αυτές βρέθηκαν επιγραφές με τις οποίες οι φανατικοί φίλαθλοι εξεδήλωναν την πίστι τους και την πεποίθησί τους, για την νίκη τού υποστηριζομένου χρώματος όπως, λόγου χάριν, «νικά ή τύχη των Βενέτων». Κατά την εποχή επίσης των Εικονομαχιών ό Κωνσταντίνος ό Κοπρώνυμος, αφού κατέστρεψε τις τοιχογραφίες των ναών διέταξε, αντί εικόνων αγίων, να ζωγραφίζωνται άρματα και ιπποδρομίες. Την απίθανη είδησι αναφέρει ό Στέφανος ό Διάκονος και αποδέχονται ό Σταματιάδης και ό αείμνηστος Κουκουλές. Όταν επρόκειτο να γίνη ιππόδρομος «χαρά μεγάλη διεκέχυτο έφ’ άπασαν την Κωνσταντινούπολιν. Αι οδοί έγεμον ανδρών, γυναικών και παιδίων, πάσης τάξεως και πάσης ηλικίας. Εκεί έβλεπέ τις την των Βυζαντινών πολυτέλειαν όλων και των γυναικών την καλλονήν». Πλούσιοι και πτωχοί προσεπάθουν με κάθε τρόπο να επιδειχθούν.
Τόσος ήταν ό φανατισμός των παικτών, ώστε, όπως αναφέρουν πολλοί συγγραφείς, όταν ετελούντο ιπποδρομίες, οι πόλεις μετεβάλλοντο εις πόλεις μαινομένων. Όλοι εφρόντιζαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν μία θέσι την ημέρα των αγώνων, εθεωρείτο δε μεγάλη δυστυχία, αν κανείς δεν μπορούσε για οποιοδήποτε λόγο να ευρίσκεται στην ώρα του στα εδώλια των θεατών. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ανέκδοτο, πού διέσωσε ό Μιχαήλ Γλυκάς. Επί Ιουστινιανού, γράφει ό Γλυκάς, ζούσε κάποιος Αντίοχος, ό οποίος ηρνείτο να πωλήση στο κράτος οικόπεδο ευρισκόμενο πλησίον τής Αγίας Σοφίας. Παρά τις επανειλημμένες συστάσεις τού αυτοκράτορος, ό Αντίοχος ήταν ανένδοτος. Τότε ό μάγιστρος Στρατήγιος, συνέλαβε και εφυλάκισε τον Αντίοχο την παραμονή τής Ιπποδρομίας. Προ τού κινδύνου να χάση τον αγώνα, ό Αντίοχος συνεφώνησε: «Εί θεάσομαι το ιππικόν, είπε, το τού βασιλέως ποιήσω θέλημα».
Προαναφέραμε ότι, τις ιπποδρομίες παρακολουθούσαν όχι μόνο νέοι, αλλά και γέροντες και γυναίκες και κληρικοί ακόμη. Οι τελευταίοι αυτοί, φανατικοί όσο και οι λαϊκοί, αποτολμούσαν την τέρψι μιάς ιπποδρομίας παρά τις αυστηρές κυρώσεις πού προέβλεπε ή Εκκλησία. «Μή εξέστω τινί των εν ιερατικώ καταλεγομένων τάγματι ή μοναχών εν ιπποδρομίαις ανιέναι», έγραφε κανών τής εν Τρούλλω Συνόδου, απειλών εναντίον των παραβατών καθαίρεσι. Όσον αφορά στις γυναίκες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους ήσαν κοινές, χωρίς να αποκλείωνται και εκείνες τής καλής τάξεως, αφού υπήρχε νόμος, ό οποίος προέβλεπε διαζύγιο, για όσες παρακολουθούσαν ιπποδρομίες χωρίς την έγκρισι τού συζύγου των. Μεταξύ των θεατών υπήρχαν άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έβλεπε κανείς δούλους, θηριοδαμαστάς, αιχμαλώτους, λωποδύτες και κακοποιά στοιχεία πάσης φύσεως, στρατιώτες αλλά και εμπόρους Βυζαντινούς και ξένους, πολίτες τής ανωτέρας κοινωνίας, υπαλλήλους τού κράτους και άρχοντες. Καμμιά δύναμις δεν ήταν ικανή να εμποδίση όλο αυτό το ανθρώπινο μωσαϊκό να επευφημήση τον θρίαμβο ενός ηνιόχου. «Ούτε πενία, ούτε ασχολία, ούτε ασθένεια σώματος ή ποδών αρρωστία», έλεγε παραπονούμενος ό ιερός Χρυσόστομος, δεν αποτρέπει τούς Χριστιανούς από το «αμαρτωλό ιπποδρόμιο». Πολλοί, συμπληρώνει άλλού ό φωτισμένος ιεράρχης, εγκαταλείπουν την εκκλησία, για να προφθάσουν τον αγώνα. Όσοι δεν εύρισκαν θέσι εντός τού σταδίου, παρακολουθούσαν το θέαμα από τούς εξώστες, τις στέγες των σπιτιών και τα γύρω υψώματα. Στον ιππόδρομο έμεναν πολλές φορές ολόκληρη την ημέρα «Πατούμενοι και ωθούμενοι και επί τής κεφαλής των τας καυστικάς τού ηλίου ακτίνας δεχόμενοι, ή υπό τής βροχής πολλάκις διάβροχοι γενόμενοι, ή την παγεράν τού ανέμου πνοήν υπομένοντες, καθάπερ εν λειμώνι τρυφώντες».
Είπαμε, ότι το μεγαλύτερο και πιο ονομαστό από τα ιπποδρόμια τής αυτοκρατορίας ήταν τής Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιππόδρομος τής βυζαντινής Πρωτευούσης δεν αποτελούσε μόνο χώρο αγώνων, αλλά και το κέντρο τής κοινωνικής ζωής τής πόλεως και τού Βυζαντίου ολοκλήρου, αφού εκεί συνήθως ανηγορεύοντο βασιλείς, ετελούντο θρίαμβοι νικητών στρατηγών, δίκες σπουδαίων προσώπων, επαναστάσεις, όπως ή περίφημη «Στάσις τού Νίκα», θανατικές εκτελέσεις, διαπομπεύσεις κλτ. Γενικώς ό Ιππόδρομος υπήρξε, κατά παρατήρησι διασήμου ξένου Ιστορικού, «το κάτοπτρον τής ελληνικής μεσαιωνικής κοινωνίας». Τον Ιππόδρομο τής Κων/πόλεως ίδρυσε, κατά μαρτυρία τού Λυδού, ό Ρωμαίος αυτοκράτωρ Σεβήρος και συνεπλήρωσε, μετά την μεταφορά τής πρωτευούσης, ό Μέγας Κωνσταντίνος, Ήταν ένα από τα παλαιότερα δημόσια κτίρια τής Βασιλευούσης και, με βάσι την θέσι του, εκανονίσθη και ή θέσις άλλων οικοδομημάτων, όπως του Παλατίου και τής Αγίας Σοφίας, ή οποία δεν βλέπει ακριβώς προς ανατολάς, αλλ’ έχει μικρή απόκλισι προς μεσημβρίαν. Αν επιχειρήσωμε μιά σύντομη τοπογραφική περιγραφή τού Ιπποδρομίου τής Κωνσταντινουπόλεως, στηριζόμενοι στις μαρτυρίες Βυζαντινών συγγραφέων και τις μελέτες νεωτέρων ερευνητών, θα πρέπει να σημειώσωμε τα εξής σπουδαιότερα σημεία του: Την θολωτή κατ’ αρχάς πύλη, ή οποία ευρίσκετο στην κεντρική είσοδο και από την οποία ξεκινούσαν οι πομπές. Εκατέρωθεν τής πύλης, ευρίσκοντο τα λεγόμενα μάγγανα, έξη τον αριθμό. Τα μάγγανα ήσαν ιππαφέσεις, από τις οποίες εκκινούσαν οι ηνίοχοι. Οι τελευταίοι εστέκοντο όπισθεν κλειστών θυρών και, όταν εδίδετο το σύνθημα, οι θύρες άνοιγαν ταυτοχρόνως, ώστε όλοι μαζί να αναχωρήσουν. Κοντά στα μάγγανα ό Θεοδόσιος Β’ είχε στήσει τούς περίφημους χάλκινους ίππους τού Λυσίππου, τούς οποίους οι Φράγκοι, όταν κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολι, μετέφεραν στην Βενετία, για να στολίσουν τον ναό τού Αγίου Μάρκου. Εκτός από τούς ίππους τού Λυσίππου ένα ακόμη πλήθος από αγάλματα αυτοκρατόρων, ηνιόχων, ευνούχων, νάνων κ.λπ., τοποθετημένα φύρδην μίγδην, κοσμούσαν τον περίβολο. Αξιολογώτερα όμως ήσαν τα αμίμητα αριστουργήματα τής κλασικής γλυπτικής, τα οποία από πολυάριθμες αρχαίες πόλεις έφθασαν στην χριστιανική Κωνσταντινούπολι. Μέσα στον Ιππόδρομο ό Χωνιάτης είδε και περιγράφει τα αγάλματα των Διοσκούρων, τού Διός, τού Απόλλωνος, τού Ηρακλή, (χαλκούν) έργο και αυτό τού Λυσίππου, τού Καλυδωνίου Κάπρου, τής Αρτέμιδος, τής Σκύλλας, τής Αθηνάς, τής Ελένης τού Μενελάου και άλλα.
Από τα σπουδαιότερα μέρη τού Ιπποδρόμου τής Πρωτευούσης, ήταν το «κάθισμα», ή «σέντζον» το οποίο ίδρυσε ό Μέγας Κωνσταντίνος, για να παρακολουθή από εκεί τούς αγώνες ό βασιλεύς. Το βασιλικό κάθισμα δεν επικοινωνούσε με τον στίβο και τις κερκίδες, προκειμένου ό αυτοκράτωρ να προστατεύεται από τις επιθέσεις τού όχλου, πράγμα όχι σπάνιο κατά την τέλεσι των ιπποδρομιών. Στο χαμηλότερο σημείο τού «καθίσματος» εκάθηντο οι αξιωματούχοι τής ανακτορικής φρουράς με τα λάβαρα και τις βασιλικές σημαίες. Σε διάφορα σημεία τού Ιπποδρόμου ευρίσκοντο έξη θύρες. Μιά από αυτές την ονόμασαν «νεκρά», γιατί εκεί κατά τον Σκαρλάτο, ετάφησαν οι νεκροί τής «Στάσεως τού Νίκα». Ο Ιππόδρομος, όπως και τα αρχαία ελληνικά στάδια είχε σχήμα πεταλοειδές. Στα καθίσματα, τα βάθρα, όπως ελέγοντο, εκάθηντο οι θεαταί. Πολλοί από αυτούς τοποθετούσαν στα μαρμάρινα εδώλια μαξιλάρια γεμισμένα με άχυρα, ή φύλλα καλάμου. Ο στίβος περιεβάλλετο από τον «εύριπον», βαθύ χαντάκι πλάτους τριών μέτρων. Το χαντάκι αυτό γεμάτο νερό, εμπόδιζε τούς φιλάθλους να φθάσουν στον στίβο, για να βοηθήσουν ή να ενθαρρύνουν τούς δικούς των. Παλαιότερα και όταν στον Ιππόδρομο εγίνοντο θεατροκυνήγια, ό «εύριπος» προεφύλασσε το κοινό από τα άγρια θηρία. Όπως στον ρωμαϊκό Ιππόδρομο, έτσι και σε εκείνον τής Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχε ή λεγομένη spina, στην οποίαν ευρίσκοντο διάφορα μνημεία. Μεταξύ αυτών διεκρίνετο ό Οβελίσκος τού Μεγάλου Θεοδοσίου, ό Οβελίσκος τού Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου και ή περίφημη χάλκινη στήλη τού τριελίκτου όφεως, ή οποία, υποβαστάζουσα χρυσούν τρίποδα, είχε αφιερωθή στο Μαντείο των Δελφών από τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες έλαβαν μέρος στην μάχη των Πλαταιών. Την στήλη μετέφερε και έστησε στον Ιππόδρομο ό Μέγας Κωνσταντίνος.
Ως προς την έκτασι και την χωρητικότητα τού Ιπποδρόμου τής πρωτευούσης υπάρχουν διαφωνίες. Από τις ανασκαφές όμως μπορούμε κατά προσέγγισι να υπολογίσωμε το πλάτος σε 110 μέτρα, το μήκος σε 400 και την χωρητικότητα σε εκατό χιλιάδες άτομα. Μεταξύ τούτων βεβαίως ευρίσκοντο ό βασιλεύς και τα μέλη τής βασιλικής οικογενείας. Ο βασιλεύς παρακολουθούσε, όπως προαναφέραμε, τούς αγώνες από το «σέντζο» φορών την επίσημη στολή του, δηλαδή το κόκκινο διβητήσιο, την χλαμύδα και το στέμμα. Κοντά του ήσαν οι πρίγκιπες και οι σπουδαιότεροι άρχοντες, μεταξύ των οποίων ό μάγιστρος, ό κοιαίστωρ, ό πραιπόσιτος και ό καστρήτσιος. Η βασίλισσα, οι πριγκίπισσες και οι αρχόντισσες, παρακολουθούσαν διακριτικά τις ιπποδρομίες και τα άλλα θεάματα, από το κατηχουμενείο τού ναού τού Αγίου Στεφάνου, το οποίο ευρίσκετο εντός τού Ιπποδρόμου, και κρυμμένες πίσω από λεπτά παραπετάσματα. Οι προαναφερθέντες θεαταί, μηδέ τού βασιλέως εξαιρουμένου, ανήκαν στην μία, ή την άλλη ομάδα, είτε δηλαδή στους Βενέτους, είτε στους Πρασίνους. Την συμπεριφορά τους κατόπιν τούτου μπορεί ό καθένας να φαντασθή. Αρκεί, και δεν είναι άτυχής ό παραλληλισμός, να αναλογισθή τι γίνεται σήμερα στα γήπεδα, κατά την διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνος. Κατ’ αρχάς και οι δύο παρατάξεις προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ενθαρρύνουν τούς ηνιόχους τής ομάδος των. Έτσι, άλλοι τούς ηύχοντο «καλόν αγώνα», άλλοι χειροκροτούσαν και άλλοι παρακαλούσαν τον Θεό και την Παναγία: «Όλους τούτους βοήθησον, τούς πρώτους βοήθησον νικήσουσι πρεσβείαις σου, Θεοτόκε, χαροποιούντες την βασιλείαν, την πολιτείαν. Ο Θεός ό Άγιος, νίκην αυτοίς παράσχου». Μετά τις ευχές ακολουθούσαν οι κατάρες εναντίον αλλήλων, οι ύβρεις, οι βλασφημίες και τα συρίγματα, για να φθάση κάποτε ή αγρία συμπλοκή, ή οποία πολλές φορές στοίχιζε χιλιάδες θύματα και από τις δύο πλευρές.
Συνήθως οι θεαταί, όταν οι αγώνες συνεχίζοντο και το απόγευμα, έφεραν μαζί και την τροφή τους μέσα σε μικρά κάνιστρα, στα οποία όμως πολλές φορές έκρυβαν πέτρες, εγχειρίδια σιδηράς ράβδους και άλλα φονικά όργανα, προορισμένα να χρησιμοποιηθούν εν περιπτώσει ανάγκης, Οι επιθέσεις δεν εστρέφοντο μόνο εναντίον αλλήλων, αλλά και εναντίον των αρχόντων και τού αυτοκράτορος ακόμη. Γνωστή είναι βεβαίως ή «Στάσις τού Νίκα», ή οποία, αν και στο βάθος είχε κίνητρα πολιτικά, εν τούτοις υπήρξε αποτέλεσμα τού φανατισμού τού όχλου, τον οποίο επιτήδειοι δημαγωγοί εξήγειραν εναντίον τού Ιουστινιανού. Χωρίς να αναφερθούμε στο Ιστορικό τής «Στάσεως», πού είναι σε όλους γνωστό, είναι νομίζομε ενδιαφέρον να παραθέσωμε μερικές άγνωστες πτυχές της και κυρίως τον διάλογο ό οποίος διεξήχθη μεταξύ τού Ιουστινιανού και τού πλήθους, ως και άλλα τραγικά περιστατικά τα οποία αναφέρουν Βυζαντινοί Ιστοριογράφοι. Διάλογο αυτού τού είδους μεταξύ ηγεμόνος και των υπηκόων του πρώτη φορά αναφέρει ή παγκόσμιος ιστορία. Ο διάλογος, όπως τον διέσωσε ό χρονογράφος Θεοφάνης (Θεοφάν. Χρονογρ. 1. 278) και οι περιστάσεις υπό τις οποίες διεξήχθη έχουν ως εξής: Την 13ην Ιανουαρίου τού 532 ό Ιουστινιανός τελούσε την εορτή των Ειδών τού Ιανουαρίου και διέταξε, όπως εσυνηθίζετο, την τέλεσι ιππικού αγώνος. Τον αγώνα αυτόν εξεμεταλλεύθησαν οι Πράσινοι, για να δείξουν την μεγάλη προς τον αυτοκράτορα δυσαρέσκεια, επειδή ό τελευταίος συμπαθούσε τούς Βενέτους. Άρχισαν λοιπόν να θορυβούν μέχρι σημείου, ώστε να είναι αδύνατη ή τέλεσις τού ιππικού αγώνος. Ο Ιουστινιανός συγκρατηθείς έπ’ αρκετόν, διέταξε τέλος τον διαγγελέα του, τον μανδάτορα, όπως ελέγετο, να παραγγείλη στα πλήθη να ησυχάσουν. Στην αρχή και σε ερώτησι τού Ιουστινιανού γιατί θορυβούν, οι Πράσινοι εφάνησαν διαλλακτικοί και θέλοντας να κολακεύσουν τον αυτοκράτορα ανεφώνησαν. «Έτη πολλά, Ιουστινιανέ Αύγουστε, tu vincas (ευχή στην λατινική)· αδικούμαι, μόνε αγαθέ, ου βαστάζω. Οίδεν ό Θεός. Φοβούμαι ονομάσαι, μή πλέον ευτυχήση και μέλλω κινδυνεύειν». Τότε ό Ιουστινιανός ερώτησε: «Τίς έστιν; ούκ οίδα».
Πράσινοι: «Ο πλεονεκτών με, Τρισαύγουστε, εις τα τσαγγάρια ευρίσκεται».
Μανδάτωρ: «Ουδείς υμάς αδικεί».
Πράσινοι: «Εις και μόνος αδικεί με, Θεοτόκε, μή ανακεφαλώσοι».
Μανδάτωρ: «Τίς έστιν εκείνος; ούκ οίδαμεν».
Πράσινο;: «Σύ και μόνος οίδας, Τρισαύγουστε, τις πλεονεκτεί με σήμερον».
Μανδάτωρ: «Εί τις αν έστιν, ούκ οίδαμεν».
Πράσινοι: «Καλαπόδιος, ό Σπαθάριος αδικεί με, δέσποτα πάντων».
Μανδάτωρ: «Ούκ έχει πράγμα Καλαπόδιος».
Πράσινο;: «Εί τις ποτέ έστιν τον μώρον ποιήσοι τού Ιούδα. Ο Θεός ανταποδώσει αυτώ αδικούντι με διά τάχους».
Μανδάτωρ: «Υμείς ούκ ανέρχεσθε εις το θεωρήσαι, ειμή εις το υβρίσαι τούς άρχοντας».
Πράσινοι: «Εί τις δήποτε αδικεί με, τον μώρον ποιήσοι τού Ιούδα».
Στο σημείο αυτό ό αυτοκράτωρ ερεθισθείς ακόμη περισσότερο από το θράσος των Πρασίνων, άρχισε να τούς βρίζη και να τούς απειλή.
Μανδάτωρ: «Ησυχάσατε, Ιουδαίοι, Μανιχαίοι και Σαμαρείται».
Πράσινοι: «Ιουδαίους και Σαμαρείτας αποκαλείς; Η Θεοτόκος μεθ’ όλων».
Μανδάτωρ: «Έως πότε εαυτούς καταράσθε; Όντως ει μή ησυχάσητε αποκεφαλίζω υμάς». Με την φοβερή απειλή οι Πράσινοι αντέδρασαν ηπιώτερα, αλλά συνέχισαν να παραπονούνται:
«Επαρθήτω το χρώμα τούτο. Και ή δίκη ου χρηματίζει. Άνες το φονεύεσθαι και άφες κολαζόμεθα. Ίδε, πηγή βρύουσα, και όσους θέλεις κόλαζε. Αληθώς δύο ταύτα ου φέρει ανδρωπίνη φύσις (την αδικίαν δηλαδή και την ωμότητα)· είθε Σαββάτιος μή εγεννήθη, ίνα μή έσχεν υιόν φονέα» (Σαββάτιος ήτο ό πατέρας τού Ιουστινιανού).
Μετά την βαρυτάτη αυτή προσβολή κατά τού βασιλέως εξανέστησαν οι Βένετοι και έκραξαν οργισμένοι:
Βένετοι: «Τούς φονείς όλου τού σταδίου υμείς μόνοι έχετε».
Πράσινοι: «Πότε ου σφάζεις και αποδημείς; »
Βένετοι: «Σύ δε σφάζεις και διακινείς. Τούς φονείς γάρ τού σταδίου υμείς μόνοι έχετε».
Πράσινοι: «Δέσποτα Ιουστινιανέ αυτοί, αυτοί προκαλούσι και ουδείς αυτούς φονεύει. Νοήσοι ό μή θέλων. Τον ξυλοπώλην τον εις το ζεύγμα τις εφόνευσεν, αυτοκράτορ;»
Μανδάτωρ: «Υμείς αυτόν εφονεύσατε».
Πράσινοι: «Τον υιόν τού Επαγάθου τις εφόνευσεν, αυτοκράτορ; »
Μανδάτωρ: «Και αυτόν υμείς εφονεύσατε, και τούς Βενέτους πλέκετε».
Πράσινο;: «Άρτι, Κύριε, ελέησον· τυραννείται ή αλήθεια. Ήθελον αντιβάλαι τοις λέγουσιν εκ
Θεού διοικείσθαι τα πράγματα.
Πόθεν αύτη ή δυστυχία;»
Μανδάτωρ: «Βλάσφημοι και θεοχόλητοι, ως πότε ούκ ησυχάζετε;»
Μετά την φράσι αυτή οι Πράσινοι εσηκώθησαν και ομοφώνως απείλησαν: «Ανασκαφήτω τα οστέα των θεωρούντων». Εν συνεχεία εγκατέλειψαν τον Ιππόδρομο, για να προετοιμάσουν την επανάστασι τής επομένης, πράγμα πού έγινε με τα γνωστά καταστροφικά για το Βυζάντιο αποτελέσματα. Σε μία κρίσιμη καμπή τής στάσεως ό Ιουστινιανός, αφού ικανοποίησε τα αιτήματα των Πρασίνων απομακρύνας μερικούς από τούς αμέσους συνεργάτες του, προσπάθησε με μιά νέα θεαματική χειρονομία να καταπραϋνη τα πνεύματα. Πήρε το Ευαγγέλιο και, όταν έφθασε στον Ιππόδρομο, με φωνή παλλομένη από συγκίνησι, αφού προηγουμένως υπεσχέθη γενική αμνηστία, υπεκρίθη, ότι όλα όσα έγιναν οφείλονται στις δικές του αμαρτίες, Η στάσις αυτή τού αυτοκράτορος μερικούς ικανοποίησε. Οι περισσότεροι όμως τον ύβρισαν με τις λέξεις «Επιορκείς, γάδαρε... Επιορκείς, γάδαρε..». Κατόπιν τούτου ό Ιουστινιανός απεσύρθη στα ανάκτορα και έδιωξε τούς συγκλητικούς λέγων: «απέλθετε, έκαστος φυλάξει τον οίκον αυτού». Η συνέχεια είναι γνωστή με την απόφασι τού αυτοκράτορος να εγκαταλείψη την πόλι και την σθεναρή στάσι τής Θεοδώρας, χάρις στην οποία εσώθη στην κυριολεξία ή αυτοκρατορία. Ο δραματικός επίλογος τής στάσεως, με θύματα τριάντα χιλιάδες νεκρούς και από τις δύο παρατάξεις, υπήρξε, από το άλλο μέρος, για τούς κυβερνήτες και τούς ιθύνοντες των πολιτειών, τρανό παράδειγμα τού πόσο επικίνδυνος γίνεται ό συγκεντρωμένος όχλος, έστω και αν αυτοί πού τον αποτελούν είναι ειρηνικοί φίλαθλοι, όταν ευρεθούν οι κατάλληλοι δημαγωγοί να ερεθίσουν τα κατώτερα τού ανθρώπου ένστικτα. Οι φατρίες τού βυζαντινού Ιπποδρόμου, γίνονταν πολλάκις συμμορίες κακοποιών, οι οποίοι δεν εδυσκολεύοντο να διαπράττουν τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα.
Τον φανατισμό των φιλάθλων τού Ιπποδρόμου υπέθαλπε, εκτός των άλλων, και ή στάσις τού εκάστοτε αυτοκράτορος, ό οποίος ανήκε στην μία ή την άλλη παράταξι. Αιτία αυτής τής συμπαθείας υπήρξαν εκτός από την «Στάσι τού Νίκα» και δύο άλλες μικρότερες, επί βασιλείας τού Αναστασίου και τού διαδόχου του Ιουστίνου. Κατά μαρτυρίαν τού Μαλάλα κατά το δέκατο τέταρτο έτος τής βασιλείας τού Αναστασίου (513) οι Πράσινοι, κινούμενοι και από θρησκευτικό φανατισμό, έφεραν στον Ιππόδρομο καλάθια με φρούτα και μαζί κρυμμένα μικρά εγχειρίδια. Την ώρα πού ό αγώνας ευρίσκετο στο πιο ενδιαφέρον σημείο του, όρμησαν αιφνιδίως κατά των πλησίον ευρισκομένων Βενέτων και έσφαξαν περίπου τρεις χιλιάδες. Ο Αναστάσιος θέλων να τιμωρήση το έγκλημα, διέταξε τον έπαρχον να συλλάβη και να τιμωρήση τούς πρωταιτίους τής στάσεως Πρασίνους. Η φυλάκισις των Πρασίνων έδωσε αφορμή σε νέα αιματοχυσία. Στην επόμενη ιπποδρομία οι οπαδοί των απήτησαν από τον Αναστάσιο να ελευθερώση τούς φυλακισμένους. Ο αυτοκράτωρ αγανακτήσας για την θρασύτατη απαίτησι, διέταξε τούς εσκουβίτορες, δηλαδή τούς σωματοφύλακές του, να επιτεθούν εναντίον των ταραξιών. Η συμπλοκή εγενικεύθη. Εκατοντάδες και από τα δύο μέρη έχασαν την ζωή τους. Μεταξύ αυτών, ήταν και ένας γιος τού αυτοκράτορος, από παλλακίδα. Την ανθρωποσφαγή ακολούθησε ολική σχεδόν καταστροφή του Ιπποδρόμου. Ο όχλος επυρπόλησε την λεγομένη Χαλκή Πύλη και τον Έμβολο, μέχρι του βασιλικού καθίσματος και τού Κωνσταντινίου φόρου. Προ τής δημιουργηθείσης καταστάσεως ό Αναστάσιος υπεχώρησε και για να καταπραΰνη τους Πρασίνους αναγκάσθηκε να διορίση έπαρχο τον πάτρωνά των Πλάτωνα.
Ο διάδοχος τού Αναστασίου Ιουστίνος ευνοούσε τούς Βενέτους. Την εύνοια αυτή εκμεταλλευθέντες εκείνοι, μέχρι τού έκτου έτους τής βασιλείας του, διέπραξαν παντός είδους κακουργήματα εις βάρος των Πρασίνων. «...Έσφαζον τοις ξίφεσι (οι Βένετοι) τούς απαντώντας Πρασίνους και τούς κατ’ οίκον κρυπτομένους· ανεόντες δε εφόνευον, μή τολμώντων των αρχόντων εκδίκησιν των φόνων ποιήσαι». Μερικοί αυτοκράτορες, όχι μόνο απλώς συμπαθούσαν και εμφανώς μεροληπτούσαν υπέρ τής μιάς παρατάξεως, αλλά ήσαν και οι ίδιοι ηνίοχοι, όπως λόγου χάριν ό Μιχαήλ, τού οποίου ό βίος κατά τον Ανώνυμον ήταν «πλήρης πράξεων ασελγών», αφού είχε μανία διά τα θέατρα και τα Ιπποδρόμια.
Ιπποδρομίες, ασχέτως αν ήσαν «μαχητικές» ή όχι, εγίνοντο στην Κωνσταντινούπολι και τίς άλλες πόλεις τού κράτους κατά διάφορα χρονικά διαστήματα και έπ’ ευκαιρία διαφόρων γεγονότων. Κατ’ αρχήν βεβαίως υπήρχαν οι προγραμματισμένοι για ορισμένες ημέρες αγώνες, το «ιππικόν τού καταλόγου». Ετελούντο κατά τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές «εν ταις φαιδραίς τής των Χριστιανών πίστεως ημέραις» και κυρίως τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, το Πάσχα, των Αγίων Αποστόλων και τις άλλες σημαντικές ημέρες
τής Χριστιανοσύνης. Πλην των θρησκευτικών όμως εορτών ό Ιππόδρομος λειτουργούσε και έπ’ ευκαιρία χαρμοσύνων διά την αυτοκρατορίαν γεγονότων. Τα γεγονότα αυτά, τα οποία καθορίζονται από την Έκθεσι Κωνσταντίνου τού Πορφυρογεννήτου, ήσαν το νατάλιον τού βασιλέως, ή ημέρα δηλαδή των γενεθλίων του, ή 11η Μαΐου, επέτειος των γενεθλίων τής Κωνσταντινουπόλεως, ή τέλεσις βασιλικών ή πριγκιπικών γάμων, ή γέννησις ή η βάπτισις τέκνων τού βασιλέως κ.λπ.
Ιπποδρόμιο επίσης εγίνετο και κατά την υποδοχή ξένων επισήμων, την τέλεσι θριάμβου και, πολλές φορές, όταν οι ειδήσεις από το μέτωπο δεν ήσαν ευχάριστες, για να περισπάται ή προσοχή τού λαού. Ιδιαιτέρως επίσημες ήσαν οι ιπποδρομίες τής Διακαινησίμου Εβδομάδας και τής 11ης Μαΐου. Οι πρώτες ελέγοντο «χρυσούν Ιπποδρόμιον» εκ τού γεγονότος, ότι στους νικητάς ηνιόχους εδίδοντο ως έπαθλον χρυσά νομίσματα. Οι δεύτερες ονομάζοντο «λαχανικόν ιπποδρόμιον», γιατί μετά την λήξι τού αγώνος εμοιράζοντο στον λαό εντός τού σταδίου λάχανα, ψάρια και άφθονα γλυκίσματα. Υπήρχε και «μακελλαρικό ιπποδρόμιο», κατά το οποίο εμοιράζοντο κρέατα.
Ανεξαρτήτως τού αν οι αγώνες ήσαν προγραμματισμένοι ή όχι, την εντολή τής διεξαγωγής των έπρεπε να δώση ό βασιλεύς, ό οποίος ηρωτάτο «ει κελεύει αχθήναι το ιππικόν». Μετά την έγκρισι άρχιζαν οι σχετικές προετοιμασίες. Και κατ’ αρχήν την παραμονή τής ιπποδρομίας εκρεμάτο στην κυρία είσοδο τού Ιπποδρόμου το λεγόμενο βήλον, πού, κατά μία άποψι, ήτο ή επίσημη βυζαντινή σημαία. Ή ανάρτησις τού βήλου εσήμαινε, ότι την επομένη θα διεξήγετο ιπποδρομία. Εν συνεχεία υπό την επίβλεψι τού επάρχου, πού ήταν σημειωτέον ό ανώτατος αστυνομικός άρχων τής Κωνσταντινουπόλεως και υπεύθυνος για την τάξι κατά την διάρκεια των αγώνων, εκαθαρίζετο ό στίβος και εστρώνετο με ρινίσματα κέδρου. Την ημέρα τής ιπποδρομίας και αφού προηγουμένως είχαν κληρωθή οι ίπποι και οι ηνίοχοι, οι οποίοι θα ελάμβαναν μέρος στον αγώνα και όλα ήσαν έτοιμα, ειδοποιείτο ό πραιπόσιτος, αυλικός αξιωματούχος, ότι έπρεπε να αρχίσουν οι αγώνες. Τούτο ανέφερε ό πραιπόσιτος στον βασιλέα. Ο τελευταίος αφού περνούσε από διάφορα ευκτήρια και άναβε κεριά, ανέβαινε από την μυστική σκάλα, τον «κοχλιό», στον κοιτώνα τού «Καθίσματος», δωμάτιο ευρισκόμενο πλησίον τής βασιλικής εξέδρας. Εκεί, εισήρχοντο οι λεγόμενοι βεστίτορες και τού φορούσαν την επίσημη βασιλική στολή. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ό λαός ανέμενε με αγωνιά τον αυτοκράτορα, ποσκαλώντας τον με τις φράσεις: «ανάτειλον ή ένθεος βασιλεία», «ανάτειλον ή εκλογή τής Τριάδος» κ.ά. Μετά τίς επιφωνήσεις των θεατών ό βασιλεύς ενεφανίζετο στο «σέντζο» και κρατών το άκρο τής χλαμύδος «εσφράγιζε» τρεις φορές τον λαό. Πρώτα τούς απέναντί του ευρισκομένους, έπειτα τούς Βενέτους, πού ευρίσκοντο δεξιά και εν συνεχεία τούς Πρασίνους, πού εκάθηντο αριστερά. Εν τω μεταξύ τα πλήθη, αναφωνούσαν με στεντορεία φωνή, κατά την Έκθεσιν Κωνσταντίνου τού Πορφυρογεννήτου, «Άγιος, άγιος, άγιος. Πολλά, πολλά, πολλά, πολλά έτη εις πολλά», Συγχρόνως οι φίλαθλοι παρατηρούσαν τον βασιλέα, για να διαπιστώσουν ποιας παρατάξεως, των Βενέτων ή των Πρασίνων, φέρει τα εμβλήματα, πράγμα πού εσήμαινε, ότι την παράταξι εκείνη υπεστήριζε. Στην συνέχεια ό λεγόμενος μαππάριος, ευρισκόμενος στο μέσον τού Ιπποδρόμου έδιδε το σύνθημα, οπότε άνοιγαν οι πόρτες και οι ηνίοχοι κατελάμβαναν τις θέσεις τους επί τής χαραγμένης επί τού εδάφους λευκής γραμμής. Ή εμφάνισις των αρμάτων προκαλούσε παραλήρημα ενθουσιασμού και μυριόστομος ακολουθούσε ή ευχή τού όχλου: «άρτι και άρτι, Κύριε, βοήθησον». Μετά την εκκίνησι οι τέσσερις ηνίοχοι, προσπαθούσαν, όπως είναι φυσικό, να έλθουν πρώτοι. Κατά την διάρκεια τής διαδρομής το ένα άρμα προσπαθούσε να ανατρέψη το άλλο. Μεγάλη επιτυχία εθεωρείτο για τον αναβάτη να καταστρέψη το άρμα τού αντιπάλου του. Κατά την συμπλοκή των αρμάτων οι ηνίοχοι αλληλοεκτυπώντο με τον αγριώτερο τρόπο. Ο πρώτος προσπαθούσε να εμποδίση τούς όπισθεν ερχομένους να τον προσπεράσουν. Εκείνοι πάλι ηγωνίζοντο να τον πλησιάσουν και να τού βγάλουν την περικεφαλαία, το κασσίδιον, όπως την έλεγαν οι Βυζαντινοί. Η αποκασσίδωσις αποτελούσε, κατά τον κανονισμό τού Ιπποδρόμου, ήττα. Το αυτό ίσχυε και εάν το κασσίδιον έπεφτε μόνο του κατά την διάρκεια τής διαδρομής. Ιδιαιτέρως εδοκιμάζετο ή ικανότης των αρματοδρόμων, όταν περνούσαν τον λεγόμενο καμπτόν. Εκεί έπρεπε με επιδεξιότητα να μαστιγώνεται ό δεξιός ίππος, ό οποίος θα διέτρεχε μεγαλύτερο κύκλο και να συγκρατήται ό αριστερός, ώστε το άρμα να μή ανατραπή. Νικητής ανεκηρύσσετο ό ηνίοχος, ό οποίος διέτρεχε επτά σπάτια, επτά δηλαδή πλήρης κύκλους και ετερμάτιζε πρώτος.
Αυτονόητο είναι, ότι συχνά ήσαν τα θανατηφόρα ατυχήματα με θύματα κυρίως αρματοδρόμους, αλλά ενίοτε και απρόσεκτους θεατάς. Πολλά επίσης άρματα κατεστρέφοντο ιδίως στον καμπτόν λόγω ανατροπής των. Μετά την πρώτη ακολουθούσαν τρεις ακόμη ιπποδρομίες, τρία «βαΐα», όπως ελέγοντο, επειδή στους νικητάς πλην των άλλων εδίδοντο ως έπαθλον και Βάϊα, δηλαδή κλάδοι φοίνικος. Εις τα τέσσαρα βαΐα πού διεξήγοντο μέχρι τής μεσημβρίας ελάμβαναν μέρος δεκαέξη άρματα. Μετά την λήξι τού τελευταίου βαΐου, ό βασιλεύς ανεχώρει προς το πλησίον τού «καθίσματος» υπνοδωμάτιον, όπου, αφού έβγαζε την επίσημη στολή συνέτρωγε με τούς άρχοντες στο τρίκλινο. Εν συνεχεία αποχωρούσε προκειμένου να αναπαυθή ώστε να παρακολουθήση και το απογευματινό ιπποδρόμιο, πού σε τίποτε δεν διέφερε τού πρωινού. Εν τω μεταξύ οι θεαταί, και έφ’ όσον βεβαίως υπήρχε και απογευματινό βαΐο, παρέμενον στις θέσεις τους. Από τον Ιππόδρομο αναχωρούσαν αργά το βράδυ «υπό λαμπάσι και λύχνοις», κατά την έκφρασι τού Χρυσοστόμου.
Προηγουμένως, μετά την λήξι των αγώνων και την ανακήρυξι των νικητών, ό λαός επευφημούσε διά των φράσεων: «καλώς ήλθες, Ουράνιε» εάν ό νικητής ήταν Βένετος, «καλώς ήλθες Ολύμπιε μετά νίκης», εάν ό νικητής ήταν Πράσινος. Έπειτα οι νικηταί και οι οπαδοί τους εστέκοντο προ τού βασιλέως και τού απηύθυναν την εξής ευχή: «Πολλά, πολλά, πολλά, πολλά έτη εις πολλά:
Πολλοί υμίν οι χρόνοι ή ένθεος βασιλεία, πολλοί υμίν οι χρόνοι ό δείνα και ό δείνα Αυγούσται των Ρωμαίων, πολλοί υμίν οι χρόνοι, δεσπόται συν ταις αυγούσταις και τοις πορφυρογεννήτοις». Εν συνεχεία παρακαλούσαν τον αυτοκράτορα πρώτον μεν να στεφανώση τούς νικητάς και δεύτερον να επιτρέψη να εορτάσουν με χορούς την νίκη. «Στεφανώσατε τούς δούλους υμών, ει κελεύετε» και «αίτησιν μιαν έχομεν οι δούλοι υμών απέλθωμεν χορεύσαι». Μετά τίς επευφημίες και τίς ευχές προς τον βασιλέα, ό ακτουάριος, έδινε κάτω από το βασιλικό «κάθισμα» τα βραβεία στους νικητάς. Κατά την διάρκεια τής απονομής των επάθλων οι κράχτες των νικητών απηύθυναν και πάλι ευχές προς τον αυτοκράτορα, παρακαλούντες τον Θεό να σώζη «το ορθόδοξον κράτος, τούς δεσπότας και τας αυγούστας των Ρωμαίων». Μετά την απονομή των βραβείων, πού ήσαν εκτός από στεφάνι φοίνικος, νομίσματα, φορέματα και πολλάκις και αργυρούς στέφανους, κατ’ εντολήν τού βασιλέως επετρέπετο στους νικητάς «χορεύσαι εκτάκτως», οπότε εκείνοι χορεύοντες, τραγουδούντες συρίζοντες και με κάθε τρόπο εκδηλώνοντες την χαρά των, έφθαναν στην Μέση, την κεντρική λεωφόρο τής Κωνσταντινουπόλεως. Όταν τελείωνε το ξεφάντωμα χαράς, όλοι μαζί πήγαιναν στην εκκλησία να ευχαριστήσουν τον Θεό για την νίκη τους.
Και τώρα οι ηνίοχοι. Συνήθως ήσαν δούλοι, ή πρόσωπα τής κατωτάτης κοινωνικής τάξεως, χωρίς να αποκλείωνται και Ευγενείς πολίται και βασιλείς ακόμη, όπως ό Μιχαήλ Γ’, περί τού οποίου προαναφέραμε, ότι ήταν δεινός αρματηλάτης. Γενικώς το επίσημο κράτος τούς ηνιόχους θεωρούσε «Πρόσωπα άσεμνα», απαγόρευε την τοποθέτησι εικόνων των σε χώρους άλλους πλην τού Ιπποδρόμου και εθεωρούσε ύβρι το να ονομασθή Κάποιος ηνίοχος. Το αντίθετο συνέβαινε με τούς φανατικούς φίλους των ιπποδρομιών, για τούς οποίους οι αρματοδρόμοι, όπως ακριβώς και οι σημερινοί ποδοσφαιρισταί, αποτελούσαν αληθινά ινδάλματα.
Οι περισσότεροι από τούς ηνιόχους, άνθρωποι, όπως είπαμε, τής κατωτάτης τάξεως, ήσαν κατ’ εξοχήν προληπτικοί. Πολλοί κατέφευγαν σε μάγους, προκειμένου να εξασφαλίσουν νίκη κατά των αντιπάλων των. Ο Γρηγόριος ό θεολόγος βεβαιώνει, ότι οι ηνίοχοι «καλούσι δαιμόνων πονηρίαν», ενώ ό Χρυσόστομος αναφέρεται εις «έργα από μαγγανείας γινόμενα». Από αγιολογικό κείμενο γίνεται γνωστό, ότι κάποιος ηνίοχος, ονόματι Ιταλικός, υποψιασθείς, ότι είχε πέσει θύμα μαγείας, κατέφυγε στον Όσιο Ιλαρίωνα, για να τού λύση τα μάγια. Ο Όσιος, αφού εγέμισε ένα ποτήρι με νερό εκάλεσε τον Ιταλικό να κοιτάξη. Έκπληκτος εκείνος είδε τούς ίππους και τα άρματα καταδεδεμένα. Σε άλλη περίπτωση, την οποία ό Κουκουλές αναφέρει στους «Μεσαιωνικούς και Νεοελληνικούς καταδέσμους» στην σφενδόνη τού Ιπποδρόμου τής Κωνσταντινουπόλεως ανεκαλύφθη αγγείο με μαγικούς καταδέσμους. Κακόν οιωνό εθεωρούσαν οι ηνίοχοι και το να συναντήσουν κληρικό προ τού αγώνος. Τόση ήταν ή πίστις τους στην δύναμι τής μαγείας, ώστε κατέφευγαν σε μάγους, παρά την αυστηρότητα τής νομοθεσίας ή οποία προέβλεπε και την εσχάτη ακόμη των ποινών. Ο Ιππόδρομος όμως, δεν υπήρξε μόνο χώρος αρματοδρομιών, αλλά και πολλών άλλων θεαμάτων, από τα πιο ευχάριστα, έως τα πλέον αποτρόπαια και ανατριχιαστικά. Εδώ ό λαός παρακολουθούσε θανατικές εκτελέσεις, ακρωτηριασμούς και διαπομπεύσεις. Εδώ διετύπωνε αιτήματα και δεν εδίσταζε να κατηγορή ευθέως και αυτόν τον αυτοκράτορα, ή να επαινή αντιθέτως σπουδαία έργα τούτου και των αρχόντων του.
Είναι, νομίζομε, ενδιαφέροντα μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά, όπως τα διέσωσαν Βυζαντινοί συγγραφείς, για να μπορέσωμε να γνωρίσωμε και την άλλη «όψι» τού Ιπποδρόμου.
Τον Δεκέμβριο τού 548 και ενώ τίς ιπποδρομίες παρακολουθούσαν οι πρέσβεις τού βασιλέως τής Περσίας, ό λαός αγανακτημένος από την έλλειψι και την ακρίβεια τού σίτου, αντί για τίς καθιερωμένες ευχές, εφώναζε προς τον αυτοκράτορα. «Δέσποτα ευθηνίαν τή πόλει». Το αίτημα, γενόμενο κατά τρόπο απαράδεκτο και ενώπιον ξένων επισήμων, εθεωρήθη μεγίστη προσβολή κατά τού βασιλέως. Έτσι, όταν έληξαν οι αγώνες και ανεχώρησαν οι πρεσβεύεται, ό έπαρχος Μουσώνιος συνέλαβε τούς πρωταιτίους και τούς εφυλάκισε. Σε άλλη περίπτωσι ο αυτοκράτωρ Φωκάς, διατάξας κάποτε την τέλεσι ιπποδρομίας, άργησε να προσέλθη στην θέσι του, διότι, «πιών το εσπέρας πολύν οίνον έπασχεν εκ καρηβαρίας». Αναμένοντες οι θεαταί με αγωνία τον Φωκά για να αρχίσουν οι αγώνες και επειδή εκείνος δεν εφαίνετο εκραύγασαν : «Ανάτειλον Φωκά», Επειδή όμως ό αυτοκράτωρ και πάλι δεν εφάνη, ό λαός εξαγριωθείς άρχιζε να τον υβρίζη, επισημαίνων κυρίως το γνωστό ελάττωμά του, την μέθη. «Πάλιν τού καύκον έπιες, πάλιν τον νούν απώλεσας». Εξοργισθείς ό Φωκάς διέταξε τον έπαρχο Κωνστάντιο να συλλάβη και να τιμωρήση τούς αρχηγούς των Πρασίνων, γιατί κυρίως οι τελευταίοι έρριψαν το κατά τού αυτοκράτορος υβριστικό σύνθημα. Πράγματι, ό Κωνστάντιος με την βοήθεια των στρατιωτών του και μερικών Βενέτων συνέλαβε πολλούς «ων τούς μεν ηκρωτηρίασεν, τούς δε απεκεφάλισε και άλλους δέσας εντός σάκκων έρριψεν εις την θάλασσαν. Εις την θέαν των τρομερών αυτών εκτελέσεων, οι Πράσινοι και οι οπαδοί των εξανέστησαν και έβαζον πυρ εις το Πραιτώριον, ένθεν εξήλθον πάντες οι δέσμιοι και έφυγον».
Επί βασιλείας Ουαλεντινιανού, ό έπαρχος τής πόλεως Κύρος διέταξε, προς πρόληψι των κλοπών και διευκόλυνσι των κατοίκων, να φωτίζωνται την νύκτα οι δρόμοι τής πρωτευούσης. Τούτο ηυχαρίστησε τον λαό, ό οποίος κατά την διάρκεια ιπποδρομίας επευφήμησε ενθουσιωδώς τον Κύρον με τας λέξεις: «Κωνσταντίνος έκτισε (την πόλιν) Κύρος ανενέωσεν». Τούτο δυσαρέστησε τον αυτοκράτορα, ό οποίος για να εκδικηθή τον Κύρο τον έκαμε κληρικόν και ως δήθεν ελληνόφρονα τον έστειλε επίσκοπο Σμύρνης, πιστεύων ότι οι κάτοικοί της θα τον σκότωναν, αφού το ίδιο είχαν κάνει με τέσσερις προηγουμένους επισκόπους. Όταν ό Κύρος έφθασε την ημέρα των Χριστουγέννων στην επισκοπή του, οι Σμυρναίοι αντιληφθέντες, ότι ό αυτοκράτωρ τούς τον έστειλε επειδή ήταν ελληνόφρων, απήτησαν να τούς εκφωνήση λόγο. Ο Κύρος αντιληφθείς πόσο δύσκολη ήταν ή θέσις του άρχισε να λέγη τα εξής: «Αδελφοί, ή γέννησις τού Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού σιωπή τιμάσθω, ότι ακοή μόνον συνελήφθη εν τή Αγία Παρθένω. Λόγος γάρ ήν. Αυτώ ή δόξα εις τούς αιώνας, αμήν». Η έξυπνη αυτή σοφιστία τού άλλοτε αστυνομικού προεκάλεσε τον ενθουσιασμό και τίς επευφημίες όλων. Ο Κύρος διέφυγε τον θάνατο και παρέμεινε μέχρι τού θανάτου του επίσκοπος Σμύρνης.
Είπαμε όμως, ότι ό Ιππόδρομος απετέλεσε πολλές φορές και τόπος θανατικών εκτελέσεων και άλλων σκληρών ποινών. Αναφέρονται περιπτώσεις, κατά τίς οποίες άνθρωποι εκάησαν, ακρωτιριάσθησαν, διεπομπεύθησαν και εκακοποιήθησαν κατά τον πλέον απάνθρωπο τρόπο. Έτσι, λόγου χάριν, εκάη εκεί με Φρύγανα ζωντανός ό πραιπόσιτος τού Παλατίου Ροδανός. Ο Ροδανός αυτός άρπαξε την περιουσία τής χήρας Βερενίκης. Η τελευταία κατέφυγε στον αυτοκράτορα Ουαλεντινιανό, ό οποίος διέταξε να γίνη δίκη εκ μέρους τού Πατρικίου Σαλουστίου. Ο Σαλούστιος κατεδίκασε τον Ροδανό και εδικαίωσε την γυναίκα. Επειδή όμως παρά την καταδίκην του ο πραιπόσιτος δεν επέστρεψε την περιουσία στην Βερενίκη, ό βασιλεύς την διέταξε να έλθη στον Ιππόδρομο κατά την διάρκεια τής ιπποδρομίας. Όταν εκείνη πράγματι έφθασε ό Ουαλεντινιανός διέταξε να συλληφθή ό εις τα δεξιά του καθήμενος πραιπόσιτος και να καή εν συνεχεία στην σφενδόνη. Στην γυναίκα, φυσικά, επεστράφη ή κλαπείσα περιουσία.
Στον Ιππόδρομο εκάη επί Αλεξίου τού Κομνηνού και ό αρχηγός τής αιρέσεως των Βογομίλων Βασίλειος, τον οποίον ή Ιερά Σύνοδος κατεδίκασε εις τον διά πυράς θάνατο. Εκεί, επίσης, εκαίοντο και οι μάγοι και οι γόητες και πολλές φορές και οι επικίνδυνοι κλέφτες προς παραδειγματισμό. Στον Ιππόδρομο ετιμωρούντο και οι επαναστατήσαντες κατά τού βασιλέως.
Αλλά και οι διαπομπεύσεις, και μάλιστα επισήμων προσώπων, δεν ήσαν πράγμα σπάνιο στον βυζαντινό Ιππόδρομο. Έτσι το έτος 1185 διεπομπεύθη ό αυτοκράτωρ Ανδρόνικος ό Κομνηνός, μετά την επανάστασι τού Ισαακίου Αγγέλου. «Συλληφθείς, εκαθέσθη επί ψωριώσης καμήλου, εψιλομένος την κεφαλήν και το γένειον, βραχεί ρακίω τω σώματι μόλις σκεπτόμενος, εστερημένος την ετέραν των χειρών, εκκεκομμένος τον ένα των οφθαλμών, θέαμα ελεεινόν και σπαραξικάρδιον σκοπός δε των ύβρεων και των εκδικήσεων ολοκλήρου τού όχλου».

Στίβος διαφόρων αγώνων
Κατά τον Θεοφάνη, άλλοι τον κτυπούσαν στο κεφάλι και άλλοι με παντός είδους ακαθαρσίες τού εμόλυναν την μύτη. Υπήρξαν και πολλοί, οι οποίοι με πυρακτωμένα σίδερα τού έκαιαν τίς πλευρές, άλλοι πού τον λιθοβολούσαν και τον ονόμαζαν λυσσασμένο σκύλο «κύνα λυσσητήρα».
Για να ολοκληρωθή κατά το δυνατόν ή περί τού βυζαντινού Ιπποδρόμου εικόνα είναι ανάγκη να αναφερθή, ότι όχι μόνο οι ιπποδρομίες και τα άλλα θεάματα τα οποία περιγράψαμε ήσαν συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά ότι εκεί εγίνοντο και αγώνες κλασικού, θα λέγαμε σήμερα, αθλητισμού. Από αυτούς οι σπουδαιότεροι ήσαν τού ονομαζομένου «βοτού πεζοδρομίου», ό οποίος ήτο αγώνες δρόμου. Για το «βοτό πεζοδρόμιο» ομιλεί εν εκτάσει στην «Έκθεσιν τής βασιλείου τάξεως» ό Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. «Περί τού βοτού, όπως δεί τελείσθαι». Κατά την περιγραφή τού Πορφυρογεννήτου, όταν εδίδετο ή εντολή να τελεσθή το βοτόν, την 3ην Ιανουαρίου παλαιότερα, και από τού Λέοντος τού Σοφού την 22αν Ιουλίου και αφού όλα ήσαν έτοιμα, ό βασιλεύς ανέβαινε στο βασιλικό κάθισμα μαζί με τούς άρχοντες. Εν τω μεταξύ στον στίβο ό σιλευκάριος κυλούσε την λεγομένη «όρνα» ή «κυλίστρα», την κληρωτίδα δηλαδή, με την οποία καθορίζονταν οι θέσεις των αθλητών. Οι τελευταίοι προ τής εκκινήσεως εστέκοντο έπ’ ολίγον πλησίον των οπαδών των, οι οποίοι τούς ηύχοντο ψάλλοντες. Όταν ό μαππάριος ήταν έτοιμος να δώση το σύνθημα τής εκκινήσεως οι φίλαθλοι ηύχοντο και πάλι. Και όταν τέλος εδίδετο το σύνθημα ακολουθούσε ή τελευταία ευχή. «Άρτι και άρτι, Κύριε βοήθησον». Κατά την διάρκεια τού αγώνος οι οπαδοί εκάστης παρατάξεως προσπαθούσαν να ενισχύσουν τούς δικούς τους. Προς τον σκοπό αυτόν υπήρχε ό λεγόμενος «φωνοβόλος», ό οποίος με δυνατή φωνή εβεβαίωνε τούς δρομείς ότι: «Έχετε βοηθούντα υμίν Ιησούν, νίκας δείξει, αύξει νίκην».
Πολλοί όμως φίλαθλοι δεν ηρκούντο στις φωνές και τίς προς τον Θεόν επικλήσεις. Κατέβαιναν από τίς κερκίδες. Προσπαθούντες με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τούς αντιπάλους και να ενθαρρύνουν εκ τού πλησίον τούς φίλους των. Προς τούτο υπήρχον οι κούνσωρες, αστυνομικοί τεταγμένοι διά την τάξιν, οι οποίοι έπρεπε να προσέχουν «μή εάσαί τινα κατελθείν και ποιήσαι άτακτόν τι». Οι ανώτεροι επίσης αστυνομικοί άρχοντες υπεχρεούντο «μετά πολλού φόβου ίστασθαι και εκτελείν τα αυτοίς προστεταγμένα». Πολλάκις, μετά το πέρας των αγώνων οι νικηταί δρομείς εκακοποιούντο από τούς εξαγριωμένους αντιπάλους. Γι’ αυτό οι κούνσωρες ήσαν υποχρεωμένοι να τούς απομακρύνουν εν ασφαλεία από τον στίβο. Στον πρώτο νικητή, τον «συμπερέστην», ό Βασιλεύς έδιδε δύο χρυσά νομίσματα και στον δεύτερο ένα. Ακόμη οι νικηταί εκαλούντο και έτρωγαν στα ανάκτορα «επί τής κρείττονος θέσεως των ακκουβίτων».
Από την σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή στο Βυζαντινό Ιπποδρόμιο, πρέπει χωρίς προκατάληψι να συμπεράνωμε, ότι, ό χώρος αυτός υπήρξε, όχι μόνο το κέντρο τής πολιτικής και κοινωνικής ζωής τού Βυζαντίου, αλλά και ό καθρέπτης των αδυναμιών, πού αιώνες το κατέτρωγαν, για να το θάψουν τελικώς μαζί με τον Ιππόδρομο και τον φανατισμένο όχλο, πού άλλοτε παραληρούσε από χαρά και άλλοτε δεν δίσταζε, προ τού τυφλού «αθλητικού» πάθους να σηκώση το μαχαίρι, για να κτυπήση τον «μισερό» του αντίπαλο.

ΣΑΡ. Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ Ύπαστυνόμος Α’

Πηγή: Περιοδικό Ιστορία, τευχ. 67, Ιανουάριος 1974.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βυζαντινή Ιστορία”