Οι φυλακές στο Βυζάντιο.

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
karipis
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
"Δεν παίζεται" Ιδεογραφίτης
Δημοσιεύσεις: 3251
Εγγραφή: Σάβ 26 Ιαν 2008, 16:15
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη για, μεσ' τη μέση λέμε!
Επικοινωνία:

Οι φυλακές στο Βυζάντιο.

Δημοσίευση από karipis » Σάβ 01 Μαρ 2008, 18:05

Οι φυλακές στο Βυζάντιο

Ωσάν κολάζοντ’ οι ψυχές εκεί στον κάτω κόσμον, έτσι κολάζει ή φυλακή τούς ζωντανούς ανθρώπους».
Μέ τούς σύντομους αυτούς στίχους ό Βυζαντινός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης έδωσε, μέ τόν πιό ζωντανό ίσως τρόπο, όλο το δράμα καί την δυστυχία τών ανθρώπων, πού είχαν την ατυχία να φυλακισθούν, άλλος δίκαια καί άλλος άδικα, στους μακρούς χρόνους υπάρξεως τής Μεσαιωνικής Ελληνικής Πολιτείας. Είναι αλήθεια, πώς ή φυλάκισις, εν σχέσει μέ άλλες ποινές, όπως ή θανάτωσις, ή τύφλωσις, ή χειροκοπία κ.λπ., ήταν ή ελαφρότερη, αλλά, κάτω από τις συνθήκες που διαβιούσαν οι κατάδικοι τής εποχής, καταντούσε αληθινά αβάσταχτο μαρτύριο, το οποίο καί ό πιό στυγνός εγκληματίας μόλις κατόρθωνε να υποφέρη.
Φυλακές, τις οποίες οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας ονόμαζαν καί ειρκτές καί δεσμωτήρια καί δεσμοφυλακεία, υπήρχαν στις σπουδαιότερες πόλεις ολόκληρης τής αυτοκρατορίας. Οι πιό γνωστές όμως, μνημονευόμενες από πολλούς συγγραφείς, αναφέρονται στην Κωνσταντινούπολι. Μετά την μεταφορά τής πρωτευούσης τού κράτους στην πόλι τού Βύζαντα, υπήρχαν εκεί φυλακές στο λεγόμενο Στρατήγειο. Οι φυλακές εκείνες λειτούργησαν ως τούς χρόνους τής βασιλείας τού Φωκά. Τότε, αναφέρει ό χρονογράφος Θεοφάνης, ή χήρα Πατρικία Μαίρη, έπειτα από μιά επίσκεψί της στα απαίσια εκείνα κτίρια, στα οποία είδε τούς φυλακισμένους να βασανίζωνται από το σκοτάδι καί την δυσοσμία, αποφάσισε να δωρήση το σπίτι της στον αυτοκράτορα Φωκά, μέ την παράκλησι να μετατραπή σέ φυλακή, πράγμα πού έγινε. Η φυλακή αυτή, που βρισκόταν κοντά στον Άγιο Διομήδη, ήταν γνωστή έκτοτε καί ως Πραιτώριον. Γενικά, όμως, φυλακές μέ την σημερινή έννοια τού όρου, δεν υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολι. Γιά τόν εγκλεισμό τών καταδίκων χρησιμοποιούνταν, εκτός τών ορισμένων οικοδομημάτων, καί οι πύργοι τών τειχών καί μερικά μοναστήρια
καί πολλά διαμερίσματα τών βασιλικών ανακτόρων. «Δεσμά καί βάσανα καί φυλακάς καί πύργους» έβλεπε στον ύπνο του φυλακισμένος, γράψει ό Μιχαήλ Γλυκάς. Καί ή 32α Νεαρά Λέοντος τού Σοφού ττροβλέπει εγκλεισμό σέ σκοτεινά κελλιά μοναστηριού γιά ελαφρά αδικήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου. Επί πλέον συνηθέστατα ως φυλακές εχρησιμοποιούντο τά λεγόμενα νούμερα, το μέρος δηλαδή τού Ιερού Παλατίου, όπου έμενε ή βασιλική φρουρά, ή Χαλκή, παράρτημα και αυτό τών ανακτόρων, και ή Έλεφαντίνη. Τέλος, αναφέρεται, ότι επί βασιλείας Ιωάννου Ε’ τού Παλαιολόγου, το μεγαλύτερο μέρος τού Μεγάλου Παλατίου είχε μετατραπή σέ φυλακές. πρότυπη φυλακή έκτισε το 1345 ο μέγας
δούξ Αλέξιος Απόκαυκος στην συνοικία τών Μαγγάνων. Γνωστές επίσης φυλακές ήσαν στην Κωνσταντινούπολι εκείνη τού Ζευξίππου, τής «Φιάλης» κα τού Δαλμάτου, πού περιγράφεται στον «Βίο τού Οσίου Ευθυμίου».
Όταν γίνεται λόγος γιά φυλακές στο Βυζάντιο δεν πρέπει βεβαίως να υποθέση κανείς, ότι είναι δυνατόν να γίνη οποιαδήποτε σύγκρισις μέ τά σημερινά σωφρονιστικά καταστήματα, στα οποία κάποτε κάποτε καί, ιδίως, κατά τούς χειμερινούς μήνες θρασείς κακοποιοί επιδιώκουν να «κλεισθούν», προκειμένου να επεράσουν» τόν χειμώνα.
Χαρακτηριστικό τών βυζαντινών φυλακών, πού συνήθως ήσαν υπόγειες, ήταν το βαθύ σκοτάδι πού επικρατούσε εκεί όλη την ημέρα. «Αφεγγείς οίκους», «ζοφερούς λάκκους», «μνήματα σκοτεινό καί «ζοφώδη δωμάτια» τις χαρακτήριζαν ό Προκόπιος, ό Ιερός Χρυσόστομος, ό Μιχαήλ Γλυκάς, ό Γρηγόριος Νύσσης καί άλλοι. Τόσο ήταν το σκοτάδι, ώστε να μη μπορή κανείς να αναγνωρίση τόν συγκροτούμενο του, ούτε να μπορή να διακρίνη αν ήταν ημέρα ή νύχτα. Σέ ορισμένες περιπτώσεις οι δυστυχείς κατάδικοι κατόρθωναν να συντηρούν μέ δικά τους έξοδα κάποιο μικρό λυχνάρι ή ένα καντήλι. Αλλά, δεν ήταν το σκοτάδι μόνο, πού έκανε την ζωή τών φυλακισμένων πραγματικά μαρτυρική. Στα απερίγραπτα εκείνα κάτεργα επικρατούσε, όπως προαναφέραμε, πρωτοφανής καί αφόρητη δυσοσμία, από την μιά μεριά γιατί δεν υπήρχε αερισμός, καί από την άλλη γιατί τις περισσότερες ώρες έμενε μέσα στο κελλί το δοχείο μέσα στο οποίο ουρούσαν οι φυλακισμένοι. Τά βάσανά τους όμως δεν τελείωναν εδώ. Ήσαν «ρυπαροί καί αυχμηροί, ράκια πολλάκις περιβεβλημένοι». Άλλο μαρτύριο γιά τούς δυστυχείς καταδίκους, ήσαν οι ψείρες από τις οποίες υπέφεραν, αλλά καί οι ψύλλοι καί οι κοριοί. Μήπως, όμως, τουλάχιστον, υπήρχε άνεσις χώρου καί αφθονία τροφής; Ασφαλώς καί γιά τά δύο αυτά στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα ούτε λόγος μπορούσε να γίνη. Στα μικρά διαμερίσματα τής φυλακής, τούς «στενωτάτους οικίσκους», κλείνονταν τόσοι πολλοί κατάδικοι καί τόσος μεγάλος ήταν ό συνωστισμός, ώστε, όταν κανείς πέθαινε, οι άλλοι να χαίρωνται, γιατί θα τούς άφηνε ελεύθερο λίγο χώρο. Στους φυλακισμένους αναφερόμενος ό Λουκιανός γράφει χαρακτηριστικά:
«Εν ταυτώ πολλών δεδεμένων καί στενοχωρουμένων καί μόλις αναπνεόντων». Κάτω από αυτές τις συνθήκες φυσικό ήταν να μην υπάρχουν κρεβάτια. Οι κατάδικοι κοιμούνταν στο έδαφος, υποφέροντας, ιδίως τόν χειμώνα, από το δριμύ ψύχος καί την υγρασία. Η τροφή ήταν τόση, ώστε μόλις να μπορούν να κρατηθούν στην ζωή. Πολλές φορές οι Άγιοι Πατέρες διαμαρτύρονταν γιά τούς δυστυχείς, τούς «υπό λιμού φθειρομένους». Ή συνήθης τροφή τών φυλακισμένων ήταν, κατά μαρτυρία τού Λιβανίου, χόρτα καί λίγη φακή. Καί το νερό, τέλος, ήταν λιγοστό. Καί κάτι χειρότερο ακόμη. Όπως γράφει ό Χρυσόστομος, οι φρουροί τούς υποχρέωναν πολλές φορές να πίνουν διά τής βίας ξίδι. Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι γνωστό. Πολλοί πέθαιναν, όσοι δε κατόρθωναν να επιζήσουν ήσαν τόσο αδύνατοι, ώστε να έχουν «τα οστά διαφαινόμενα διά τού δέρματος».
Δεν έφθανε όμως ή πείνα, ή δυσοσμία, το ατέλειωτο σκοτάδι καί οι άλλες απερίγραπτες ταλαιπωρίες. Απαραίτητο συμπλήρωμα τής φυλακής ήταν γιά τούς περισσότερους καταδίκους, τα δεσμά καί οι σωματικές κακώσεις. Αφού προηγουμένως εβουνευρίζοντο, τούς έδερναν, δηλαδή, μέχρις αίματος, τούς έδεναν εν συνεχεία πισθάγκωνα μέ χονδρό σχοινί. Γιά τούς περισσότερο επικίνδυνους χρησιμοποιούσαν χειροπέδες καί ποδοπέδες, ή κλοιούς γύρω από τόν τράχηλο. Οι κλοιοί, οι χειροπέδες καί οι ποδοπέδες ήσαν συνήθως αλυσίδες και σίδερα. Σέ ορισμένες περιπτώσεις τούς έδεναν μαζί χέρια καί πόδια, ή χέρια καί τράχηλο. Πολλούς, ακόμη, τούς έδεναν μέ αλυσίδες από ένα χονδρό ξύλο, στερεωμένο στο έδαφος. Αλλά καί ό κύφων τών αρχαίων δεν ήταν άγνωστος στο Βυζάντιο. Το απαίσιο αυτό όργανο βασανισμού, που λεγόταν ποδοκάκη ή κούσπος, ήταν σκληρό ξύλο μέ δυό ή τέσσερις οπές, στις οποίες τοποθετούνταν τά χέρια, ή χέρια καί πόδια, αναλόγως. Φαίνεται όμως, ότι καί ή συμπεριφορά τών φρουρών τών φυλακών προς τούς ατυχείς κρατουμένους ήταν απάνθρωπη καί εντελώς ξένη προς τά περί αγάπης κηρύγματα τής χριστιανικής διδασκαλίας. Παρά το γεγονός, ότι οι νόμοι τιμωρούσαν αυστηρά τόν δεσμοφύλακα, πού εκ προθέσεως κακοποιούσε τούς εγκλείστους, αναφέρονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες πολλοί μεταχειρίζονταν τά πιο βάρβαρα μέσα, προκειμένου να εξαναγκάσουν τούς φυλακισμένους να τούς δωροδοκήσουν μέ χρήματα, ή πολύτιμα αντικείμενα, πού οι συγγενείς συνέβαινε να φέρνουν στον κατάδικο.
Γιά την φρούρησι τών φυλακών διετίθεντο στρατιώτες του τακτικού στρατού ως τόν 12ο αιώνα, οπότε χρησιμοποιήθηκαν μισθοφόροι, οι γνωστοί Βάραγγοι. Ο υπεύθυνος τής φυλακής, ό «τής φυλακής προεστώς, ή αρχιδεσμοφύλαξ, είχε υπό τις διαταγές του φύλακες, παραφύλακες, φυλακάτορες καί δεσμοφύλακες, προς τούς οποίους αναλόγως κατενέμετο καί ή υπηρεσία τού δεσμωτηρίου. Τόσο ό «προεστώς», όσο καί οι φύλακες ήσαν απέναντι του έπαρχου τής πόλεως γιά την ασφαλή φρούρησι τών κρατουμένων. Διατάξεις τών Βασιλικών προέβλεπαν μαστίγωσι τού δεσμοφύλακος καί υποβιβασμό του, αν τυχόν οι φυλακισμένοι δραπέτευαν λόγω μέθης, ή αμελείας του. Αυστηρότατη τιμωρία προβλεπόταν καί γιά τόν αρχιδεσμοφύλακα, αν δωροδοκούμενος άφηνε τούς κρατούμενους χωρίς δεσμά, ή επέτρεπε να εισαχθή στην φυλακή φάρμακο ή σιδερένιο εργαλείο, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθή γιά απόδρασι. Καμμιά όμως ευθύνη δεν υπήρχε, καθώς είναι φυσικό, γιά το προσωπικό τής φυλακής, όταν τις πόρτες τών δεσμωτηρίων άνοιγε ό εξαγριωμένος όχλος σέ περιπτώσεις επαναστάσεων, όπως συνέβη λόγου χάρι μέ την περίφημη «Στάσι τού Νίκα». Εκτός από τις βίαιες ομαδικές απελευθερώσεις κρατουμένων σέ καιρό εσωτερικών ανωμαλιών καί οι ίδιοι οι κατάδικοι προσπαθούσαν μέ οποιοδήποτε μέσο να αποδράσουν. Γιά τούς δραπέτες αυτούς ή βυζαντινή νομοθεσία προέβλεπε εξοντωτικές‚ ποινές. Έτσι, αν ό δράστης ήταν στρατιώτης, τόν τιμωρούσαν μέ θάνατο. Αν ήταν πολίτης ή ποινή ήταν επίσης θάνατος, έφ’ όσον δραπέτευε εν αγνοία τών φρουρών, καί μέ μικρότερη ποινή, αν κατόρθωνε να αποδράση λόγω αμελείας τών τελευταίων.
Κάτω από τις συνθήκες πού περιγράψαμε είναι φανερό το μαρτύριο καί ή δυστυχία τών καταδίκων. Πολλοί Βυζαντινοί συγγραφείς την ζωή στα ανήλια καί υγρά κελλιά τών φυλακών παρομοιάζουν μέ κόλασι. «“Αδην καλώ τα Νούμερα (ονομασία φυλακής) τα χείρω καί τού Άδου», έγραφε ό Μιχαήλ Γλυκάς. Καί αργότερα ό Στέφανος Σαχλίκης:
«...όποιος ακούση φυλακήν τινάς μηδέν γελάση διατί τόν βάλη ή φυλακή πολλά τόν τσιγαρίζει».
Την ίδια φρικτή κατάστασι τών βυζαντινών φυλακών υποδηλούν, βεβαίως, καί οι φράσεις: «Τά τών καταδίκων υπομένω, «Ζω καθάπερ οι πεφυλακισμένοι» κ.λπ.
Την δυστυχία τών φυλακισμένων προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατόν, να μετριάσουν οι συγγενείς των. Τούς προμήθευαν τρόφιμα καί ενδύματα. Τά τρόφιμα, τα φορέματα καί τα άλλα δώρα έπαιρνε ό κατάδικος, αφού προηγουμένως εδωροδοκείτο ό φρουρός. Εκτός από τούς συγγενείς καί οι φίλοι επισκέπτονταν τούς φυλακισμένους, γιά να τούς παρηγορήσουν καί να τούς ενθαρρύνουν μέ την παρουσία τους, αφού κατά τόν Σαχλίκη:
«τούς φίλους τούς καλούς ή φυλακή τούς δείχνει
καί τούς καθάριους συγγενείς εκείνη τούς γνωρίζει».
Αλλά καί ή βυζαντινή κοινωνία στο σύνολό της μέ πρώτους τούς αυτοκράτορες, έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία προς τούς φυλακισμένους, τούς οποίους προσπαθούσε μέ κάθε τρόπο να ανακουφίση. Αναφέρονται βασιλείς, οι οποίοι τις τελευταίες στιγμές τής ζωής των διέτασσαν να ελευθερώνωνται ορισμένοι κρατούμενοι, άλλοι πού επισκέπτονταν τις φυλακές καί άλλοι πού μοίραζαν χρήματα. Συχνά το βασιλικό ενδιαφέρον εκδηλωνόταν σε ημέρες μεγάλων εορτών καί ιδίως τών Καλενδών καί τού Πάσχα, καθώς καί χαρμοσύνων γιά την βασιλική οικογένεια γεγονότων, οπότε αποφυλακίζονταν όλοι οι κατάδικοι, εκτός από εκείνους πού είχαν καταδικασθή γιά σοβαρό αδίκημα καί συγκεκριμένα, αν ήσαν τυμβωρύχοι, μοιχοί, άρπαγες παρθένων, ιερόσυλοι, γόητες, φαρμακοί, πατροκτόνοι, παραχαράκτες, ή είχαν υποπέσει σέ έγκλημα καθοσιώσεως.
Ιδιαίτερη στοργή προς τους καταδίκους έδειξε ό Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Ισαπόστολος εκείνος, συμμορφούμενος μέ την ευαγγελική ρήσι, «εν φυλακή ήμην καί ήλθετε προς με», διέταξε να βελτιωθή ή διαβίωσις τών κρατουμένων καί να μπορούν οι τελευταίοι να βγαίνουν κατά διαστήματα στο φως τής ημέρας. Καί άλλοι αυτοκράτορες καί βασίλισσες, όπως ό Ιουλιανός, ό Ρωμανός Λεκαπηνός, ό Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ή Πλακίλλα, σύζυγος τού Θεοδοσίου τού Μεγάλου, καί ή Ζωή, σύζυγος τού Κωνσταντίνου Θ’, προσπάθησαν μέ διατάγματα, δωρεές καί άλλα μέτρα να απαλύνουν τόν πόνο τών φυλακισμένων. Καί ή πολιτεία μέ την νομοθεσία της περιόριζε κατά το δυνατόν τις αυθαιρεσίες τών οργάνων της καί προέβλεπε περιπτώσεις συντομεύσεως τής προανακρίσεως, ώστε να ταλαιπωρούνται οι υπόδικοι όσο γινόταν λιγώτερο. Έτσι, λόγου χάριν, οι αστυνομικοί καί δικαστικοί άρχοντες ήσαν υποχρεωμένοι να ανακρίνουν τούς προφυλακισμένους καί σέ ημέρες αργίας, ώστε, έφ’ όσον ήσαν αθώοι, να ελευθερώνωνται αμέσως. Εκτός τούτου, ειδικός δικαστικός υπάλληλος, ό λεγόμενος υπομνηματαγράφος, φρόντιζε να παρουσιάζη ανελλιπώς στον τοπικό άρχοντα κατάλογο τών φυλακισμένων μέ σημείωσι τού αδικήματος, γιά το οποίο κατηγορούνταν. Ο άρχων υπεχρεούτο να συντομεύση την δίκη. Αν παραμελούσε το καθήκον του αυτό ετιμωρείτο, κατά ρητή διάταξι τού Κώδικος καί τών Βασιλικών, μέ πρόστιμο μιάς λίτρας χρυσού καί έκπτωσι από το αξίωμά του. Παράλληλα προς την πολιτεία καί ή Ορθόδοξη Εκκλησία βοηθούσε μέ τούς εκπροσώπους της τούς φυλακισμένους.. Τούς τελευταίους επισκέπτονταν συχνά οι επίσκοποι στην φυλακή μέ σκοπό να πληροφορηθούν μήπως κρατούνται παρανόμως, οπότε έπρεπε να
αναφέρουν το περιστατικό στον αυτοκράτορα. Πολλοί επίσης μοναχοί, κατά μαρτυρία τού Ελενουπόλεως Παλλαδίου, τά χρήματα πού εισέπραπαν από τα εργόχειρά τους διέθεταν υπέρ τών φυλακισμένων. Οι Πατέρες, τέλος, τής Εκκλησίας, ό Ιερός Χρυσόστομος, ό Μ. Βασίλειος, ό ‘Ιωάννης ό Δαμασκηνός κ.α. προέτρεπαν δημοσίως τούς πιστούς να επισκέπτωνται καί να βοηθούν τούς κρατουμένους. «Περιττά,» έλεγε ό πρώτος, «είναι τα κοσμήματα, αφού ό χρυσός σκοπό έχει, όχι να δεσμεύη τούς ανθρώπους, άλλα να ελευθερώνη τούς δεσμώτας».
Τά κηρύγματα τών Πατέρων, οι αποστολικές ρήσεις καί τα άλλα αγιολογικά κείμενα, συνήθως έβρισκαν ανταπόκρισι στις ψυχές τών Χριστιανών, οι οποίοι επισκέπτονταν συχνά τις φυλακές, για να βοηθήσουν τούς εγκλείστους μέ χρήματα ή άλλα είδη, να τούς παρηγορήσουν, να τούς μεταφέρουν επιστολή ή χαιρετισμό τών δικών τους κ.λπ. Αναφέρονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες καί πλούσιοι ακόμη έκαναν έρανο μέ σκοπό να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα, γιά να βοηθήσουν αποτελεσματικώτερα τούς κρατούμενους. Άλλοι, σττατάλησσν ολόκληρη την περιουσία τους για τούς φτωχούς καί τούς «εν φυλακαίς», όπως ό Άγιος Παντελεήμων, ό οποίος, μετά τόν θάνατο τού πατέρα του, πούλησε την περιουσία του καί διέθεσε τα χρήματα για την απελευθέρωσι καταδίκων. Πολλοί επίσης όριζαν μέ διαθήκη τους να διατεθή μετά θάνατον ή περιουσία των γιά την σωτηρία φυλακισμένων. Παράδειγμα ό Ιωσήφ Βρυέννιος, ό οποίος, το 1421, άφησε έξη χρυσά δουκάτα, γιά να δοθούν στους φτωχούς καί ένα μέρος από αυτά «τοις εν φυλακή». Πρέπει, τέλος, να σημειωθή, ότι σέ πολλές εκκλησίες τής Κωνσταντινουπόλεως περιεφέρετο δίσκος υπέρ τών «φυλακιτών» καί ότι καί οι συντεχνίες τούς ενίσχυαν μέ έρανο μεταξύ τών μελών τους.
Ας δούμε, όμως, ποιοι συνήθως από τούς παραβάτες τών βυζαντινών νόμων τιμωρούνταν μέ φυλάκισι. Στην πρώτη γραμμή μπορούμε αδιστάκτως να τοποθετήσωμε τούς κλέφτες. Οι κλέφτες ήσαν πολυάριθμοι καί επικίνδυνοι, ιδίως στην Κωνσταντινούπολι, όπου τις νύχτες, εκτός από ορισμένες περιοχές, επικρατούσε σκοτάδι. Τότε, κατά κανόνα, έβρισκαν ευκαιρία να ασκήσουν το «επάγγελμά» τους. «Την νύκτα πόρνοι περπατούν καί κλέπται καί φονίσκοι» έγραφε ό Στέφανος Σαχλίκης. Καί ό Χρυσόστομος αναφέρει τούς μιαρούς, «οίτινες λανθάνοντες κατά την νύκτα εν σκότω πάντα πράττουσι» καί τούς κατά την νύκτα «αγρυπνούντας καί οπλιζομένους καί τα βιοτικά αρπάζοντας» καί άλλους, οι οποίοι «τάς νύκτας τούς τοίχους διορύττουν». Επειδή οι κλέφτες δρούσαν την νύχτα ονομάζονταν συνήθως νυκτοκλέπται, αλλά και περσικάριοι, αφού έκλεβαν τά χρήματα, πού φυλάσσονταν μέσα σέ μικρούς σάκκους, περσίκια, όπως τούς έλεγαν, καί τέλος σκωπτικά «παιδία τού αρχιερέως», Οι κλέφτες δεν αποφάσιζαν την κλοπή, αν προηγουμένως δεν έκαναν πολυήμερη καί προσεκτική προετοιμασία. Παρακολουθούσαν πολύ καιρό το σπίτι ή το κατάστημα πού επρόκειτο να διαρρήξουν, ώστε να μάθουν τις συνήθειες τού ιδιοκτήτη, να επισημάνουν το ασθενές σημείο κ.λπ. Πολλές φορές γιά να μη κινήσουν υποψίες φορούσαν καλογηρικά ράσα. Πριν αρχίσουν το «έργο» καί αφού «επάτουν», έμπαιναν δηλαδή στο σπίτι ή το κατάστημα, έσβηναν το λυχνάρι. Προηγουμένως, κι έφ’ όσον υπήρχε σκύλος, ό λεγόμενος οικουρός, φρόντιζαν να τόν εξοντώσουν μέ δηλητηριασμένο κομμάτι κρέας (φόλα). Γιά μεγαλύτερη ασφάλεια καί γιά να μη γίνουν αντιληπτοί, έδεναν σφουγγάρια στα παπούτσια τους καί σχεδόν πάντοτε άλειφαν το πρόσωπό τους μέ καπνιά, ώστε να είναι αγνώριστοι, αν τυχόν ό ιδιοκτήτης τούς επεσήμαινε. Τά εργαλεία πού χρησιμοποιούσαν γιά την διάρρηξι ήσαν ίδια μέ τών σημερινών κακοποιών. Μοχλοί, ψαλίδια, τρυπάνια καί αντικλείδια. Βλέπετε, ή ιστορία... επαναλαμβάνεται.
Οι Βυζαντινοί, όμως, κλέφτες, ήσαν περισσότερο θρασείς από τούς σημερινούς. Αν τούς έπιαναν έπ’ αυτοφώρω δεν έφευγαν, αλλά υπό την απειλή εγχειριδίου αφαιρούσαν ό,τι ήθελαν παρουσία τού θύματος. Περισσότερο επικίνδυνοι γίνονταν στους δρόμους, όπου διά τής βίας αφαιρούσαν τά φορέματα, τις ζώνες καί
τις χρυσές περόνες τών διαβατών.
Αναφέρονται περιπτώσεις πού έκοψαν τά δάχτυλα γυναικών γιά να πάρουν τά κοσμήματά τους. Τούς νυκτοκλέφτες καταδίωκε ό λεγόμενος πραίτωρ του Δήμου, ό νυκτέπαρχος, όπως τόν αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί. Ο νυκτέπαρχος, πού ήταν από τούς σπουδαιότερους αστυνομικούς άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, επιφορτίσθηκε, ιδίως μετά τόν Ιουστινιανό, με πρόσθετα καθήκοντα. Το αξίωμά του ήταν από τά πιό τιμητικά, ό ίδιος δε ό αυτοκράτωρ συνήθιζε να τόν προσφωνή λαμπρόταταν άρχοντα καί λαμπρότατον τής αγρυπνίας άρχοντα. Γιά να καταδιώκη τούς κλέφτες καί τούς άλλους κακοποιούς, είχε στην υπηρεσία του κατώτερο προσωπικό, είκοσι στρατιώτες καί τριάντα ματρικάριους. Επειδή όμως ή δύναμις αυτή ήταν τελείως ανεπαρκής, γιά την πρόληψι ιδίως τών κλοπών, ό νυκτέπαρχος κατέφευγε στην βοήθεια τών πληροφοριοδοτών, σύστημα, πού καί σήμερα εφαρμόζουν οι αστυνομίες. Εκτός από τις πληροφορίες πού τού έδιναν οι κακοποιοί, οργάνωνε σέ ομάδες μερικούς από αυτούς, αντί χρηματικής ή άλλης αμοιβής. «Τάγματα πονηρά (έθετε υπό τάς διαταγάς του), ληστογνώμονάς τε καί βενεφικιαλίους καί βαλαντιοτόμους καί
έτερον πλήθος, ων έκαστον προσηκόν έστι κεκολάσθαι μάλλον ή τοιαύτα βιούν καί οι επί τοσούτον μόνον γιγνώσκουσι τούς κλέπτας, έφ’ ώ τι κέρδος εαυτοίς τε καί τοις άρχουσι αυτών θηράν». Εκτός αυτών, χρησιμοποιούσε καί τούς λεγόμενους ληστοδιώκτας ή βιοκωλύτας καί τούς τριβούνους. Αξιοσημείωτο είναι, ότι το σύστημα τών Βυζαντινών ακολούθησε μετά την Άλλωσι καί ή τουρκική αστυνομία, ή οποία οργάνωνε ομάδες κλεπτών εναντίον άλλων «συναδέλφων» των μέ αρχηγό γενίτσαρο, ονομαζόμενο μποτζέκ.
Κατά τούς χρόνους τού Ιουστινιανού καί μετέπειτα, γιά την δίωξι τών κλεπτών χρησιμοποιήθηκαν στρατιωτικά τμήματα, τά καλούμενα εξέρκετον (exercitus), ή κέρκετον, ή βίγλα. Τά τμήματα αυτά συνελάμβαναν καί μαστίγωναν επί τόπου, όσους γύριζαν αργά στα σπίτια τους την νύχτα, ασχέτως αν ήσαν ύποπτοι κλοπής ή όχι. Στην πρόληψι τών κλοπών βοηθούσαν, ιδίως στις μεγάλες πόλεις, καί οι λεγόμενοι νυκτοφρουροί, άνθρωποι κατ’ εξοχήν συμπαθείς στην βυζαντινή κοινωνία. Ο Ιερός Χρυσόστομος περιγράφει σέ μία ομιλία του τις αντιξοότητες τής υπηρεσίας των καί την μεγάλη αξία τής αποστολής των. «Αιδεσθώμεν», λέγει ό μεγάλος ιεράρχης, «ει μηδένα άλλον τούς νυκτερινούς φύλακας. Εκείνοι δι’ ανθρώπινον νόμον περιίασιν εν κρυμώ βοώντες μεγάλα καί διά στενωπών βαδίζοντες, βρεχόμενοι πολλάκις πεπηγότες διά σέ καί την σωτηρίαν την σην καί την τών χρημάτων τών σών φυλακήν». Τόν 14ο αιώνα αναφέρεται καί σωματείο τών νυκτοφρουρών, σωματείο τών νυκτοταλαλίων, όπως τούς έλεγαν. Και τούς νυκτοφρουρούς διετήρησαν, κατά μίμησι τών Βυζαντινών οι Τούρκοι. Είναι γνωστό, ότι στην Τουρκία υπήρχαν παλαιότερα οι Πασβάνηδες. Οι Πασβάνηδες αυτοί γύριζαν την νύχτα στους δρόμους καί γιά να κάνουν γνωστή την παρουσία τους, από καιρό σέ καιρό χτυπούσαν το χονδρό μπαστούνι τους στο πλακόστρωτο, φωνάζοντας: Εδώ πασβάνης, εδώ πασβάνης.
Όσοι κλέφτες συνελαμβάνοντο έπ’ αυτοφώρω εδέροντο καί εκουρεύοντο. Δεν ήταν δε σπάνιο να ακούση κανείς μέσα στην νύχτα φωνές: «Πιάστε τόν κλέπτην, πιάστε τόν κλέπτην. Πολλές φορές ό κλέφτης συνελαμβάνετο από τόν ιδιοκτήτη τής οικίας, σέ βοήθεια τού οποίου, προσέτρεχαν καί οι γείτονες. Αφού τόν έδεναν πισθάγκωνα, τόν παρέδιδαν στον νυκτέπαρχο, φωνάζοντάς του:
«Έλθεις άρα καί πάλιν κλέψων;» Ιδιαιτέρως μεγάλη ήταν ή δραστηριότης τών κλεπτών. όπως, άλλωστε, συμβαίνει καί σήμερα, σέ περιπτώσεις πυρκαϊάς, ή πτώσεως μιάς οικοδομής από σεισμό ή άλλη αιτία. Τότε, επωφελούμενοι τής συγχύσεως άρπαζαν ό,τι ήταν δυνατόν. Περισσότερο οργανωμένες συμμορίες κλεπτών έβαζαν φωτιά σέ σπίτι ή σέ κατάστημα, στο οποίο πίστευαν, ότι θα ανακαλύψουν πλούσια λεία.
Τότε, αναφέρει καί πάλι ό Χρυσόστομος, «βαλανευταί καί κοπρώναι καί δραπέται καί πάντες λοιπών ένδον». Οι δράστες συλλαμβενόμενοι καίγονταν συνήθως σέ δημόσιο χώρο γιά παραδειγματισμό: «Ο έν τη πόλει χάριν διαρπαγής ποιών εμπρησμόν καίεται», όριζε ή Εκλογή τών Νόμων Κωνσταντίνου τού Πορφυρογενήτου. Αν ό δράστης δεν ενέργησε εκ προθέσεως, αλλά βρέθηκε τυχαίως στον τόπο τής πυρκαϊάς, κουρευόταν καί βουνευριζόταν. Ακόμη πλήρωνε το τριπλάσιο τής αξίας τών κλοπιμαίων, έφ’ όσον συλλαμβανόταν μέσα σέ ένα χρόνο, καί το διπλάσιο μετά την πάροδο τού έτους. Εκτός από τα σπίτια καί τα καταστήματα, κλοπές γίνονταν ακόμη καί μέσα στις εκκλησίες, αλλά καί στα καπηλειά καί άλλα κέντρα διασκεδάσεως καί στα λουτρά. Στα τελευταία, οι κλέφτες δρούσαν την ώρα πού οι λουόμενοι βρίσκονταν στο λεγόμενο θερμό διαμέρισμα.
Όλοι οι κλέφτες, όπως προηγουμένως τούς περιγράψαμε, φυλακίζονταν, αφού προηγουμένως κουρεύονταν καί μαστιγώνονταν. Σέ ορισμένες όμως περιπτώσεις, μαζί μέ την φυλάκισι επιβάλλονταν καί αυστηρότερες ποινές. Έτσι, λόγου χάρι, τών υποτρόπων κλεπτών έκοβαν τά χέρια. «Ο κλέπτον, έφ’ όσον κατά πρώτον τούτο κάμνη, εάν μεν είναι ελεύθερος καί ευπορή το πληρώνη εις το διπλάσιον την τιμήν τού κλαπέντος, εάν δε είναι άπορος να δέρνεται καί να εξορίζεται. Εάν ή πράξις γίνη διά δευτέραν φορόν να κόπτωνται τά χέρια του». Μέ χειροκοπία, επίσης, τιμωρούνταν οι ζωοκλέπτες, ασχέτως αν ήσαν υπότροποι ή όχι. «Ο κλέπτων ζώα, άλογα, μουλάρια, νέε κόπτωνται τα χέρια του». Ο κλέφτης ιερού ναού ετιμωρείτο μέ τύφλωσι. Τέλος, σέ θάνατο καταδικάζονταν οι κλέφτες, οι οποίοι, κατά την διάπραξι τής κλοπής, έκαναν χρήσι όπλων.
Μέ φυλάκισι τιμωρούνταν καί οι τυμβωρύχοι, εκείνοι δηλαδή πού άνοιγαν τούς τάφους για να αφαιρέσουν τα κοσμήματα καί τά ενδύματα τού νεκρού. Η τυμβωρυχία, πού εθεωρείτο από τά πιό βδελυρά εγκλήματα, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στα βυζαντινά χρόνια, λόγω τής συνηθείας να θάπτωνται μαζί μέ τόν νεκρό πολύτιμα αντικείμενα. Οι θρασείς κακοποιοί έφθαναν κάποτε ως τα νεκροταφεία, παρά την φύλυξί τους από τούς τοποφύλακες ή μνημοραλίους. Οι τυμβωρύχοι χρησιμοποιούσαν εναντίον τους βία ή τούς δωροδοκούσαν, ώστε να μπορέσουν ανενόχλητοι να ερευνήσουν τόν τάφο καί να αφαιρέσουν ό,τι τούς ενδιέφερε. Γιά να αποφεύγεται ή τυμβωρυχία, νόμος απαγόρευε στους συγγενείς τού νεκρού να θάβουν μαζί μέ το φέρετρο στολίδια, κοσμήματα καί άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Οι περισσότεροι, όμως, καί ιδίως οι πλούσιοι, παρακινούμενοι από συνήθεια καί για λόγους επιδείξεως, δεν εφήρμοζαν την σχετική διαταγή.
Εκτός από την πολιτεία καί ή Εκκλησία προσπάθησε μέ αυστηρές ποινές να περιορίση το αποκρουστικό έγκλημα. Ο Μέγας Βασίλειος τιμωρούσε τούς τυμβωρύχους μέ δύο χρόνια αποχή από την Θεία Κοινωνία. Ο Ιωάννης ό Νηστευτής τούς υποχρέωνε, εκτός από την ετησία απαγόρευσι -τής Θείας Κοινωνίας, καί σέ διακόσιες μετάνοιες κάθε μέρα. Μέ φυλάκισι τιμωρούνταν, όπως πραναφέραμε, οι τυμβωρύχοι, έφ’ όσου κατά την διάπραξι τού εγκλήματος ήσαν άοπλοι. Απεναντίας, αν έφεραν όπλα, καταδικάζονταν σέ θάνατο καί αποκεφαλίζονταν. Σέ μεταγενέστερα χρόνια ή ποινή ήταν κόψιμο καί τών δυό χεριών. «Όσοι ανασκάπτουν τάφους καί γδύνουν τούς αποθαμένους να κόπτωνται τά Χέρια τους», ορίζεται στο τελευταίο βιβλίο τής Έξαβίβλου τού Αρμενοπούλου.
Συνηθισμένη ποινή ήταν ή φυλάκισις καί γιά τούς γόητες καί τούς μάγους, οι οποίοι, δυστυχώς, έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στην βυζαντινή κοινωνία. Είναι γνωστό, ότι οι Βυζαντινοί πρόγονοί μας ήσαν εξαιρετικά δεισιδαίμονες, ελάττωμα πού κληρονόμησαν από τούς Έλληνες καί τούς Ρωμαίους. «Όλαι αί τάξεις», γράφει κάπου ό Will Durant, «επίστευαν εις την μαγείαν, την αστρολογίαν, την μαντείαν καί εις τά θαυματουργά φυλακτά». Οι Βυζαντινοί μάγοι, πού ονομάζονταν καί μαγγανάρηδες καί μαγγανάριοι καί μαγγανοδαίμονες, χρησιμοποιούσαν πολλά μαγικά μέσα (μάγγανα). Ανάλογα μέ το είδος τών μαγικών, υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολι καί τις άλλες περιοχές τής αυτοκρατορίας, αλευρομάντηδες, αριθμομάντηδες, αστραγαλομάντηδες, αστρομάντηδες, εγγαστριμάντηδες, ενυπνιομάντηδες, κοσκινομάντηδες, λεκανομάντηδες, λιβανομάντηδες, νεκρομάντηδες, νεφελομάντηδες, ονειρομάντηδες, σπλαχνομάντηδες, φαρμακομάντηδες, χαρτομάντηδες, ιατρομάντηδες κ.ά. Όλους αυτούς κατεδίωκε καί ή Εκκλησία καί ή πολιτεία, γιατί, πολλές φορές, γίνονταν αιτία σοβαρών εγκλημάτων, όπως δηλητηριάσεων, βιασμών γυναικών, τυμβωρυχιών, ακόμη καί φόνων. Πολλοί Πατέρες κατεδίκασαν την προσφυγή στους μάγους καί στους γόητες καί εκήρυξαν από τού άμβωνος τά κακά τής δεισιδαιμονίας. Γνωστός είναι ό Άγιος Κυπριανός, ό οποίος μέ φανατισμό κατεδίωκε τούς μάγους καί μάλιστα συνέταξε καί Προσευχή κατά τής μαγγανείας. Ο Χρυσόστομος την μαγγανεία χαρακτήριζε έργο τού διαβόλου. «Πομπή διαβόλου», γράφει, «οιωνισμοί καί μαντείαι, κληδόνες καί παρατηρήσεις καιρών καί σύμβολα καί περίαπτα καί επωδαί». Πλην τής φυλακίσεως, οι μάγοι καί οι γόητες τιμωρούνταν καί μέ άλλες αυστηρότερες ποινές, όπως εξορία, τύφλωσι καί θάνατο. Η θανάτωσις τών μάγων γινόταν είτε μέ αποκεφαλισμό, είτε μέ φωτιά στον Ιππόδρομο γιά παραδειγματισμό. Στα θηρία έριχναν όσους μέ μαγικά μέσα προσπαθούσαν να εξοντώσουν τούς εχθρούς των. «Οι τα στοιχεία ταράσσοντες, ή τούς εχθρούς αυτών διά δαιμόνων φονεύοντες, θηρίοις αναιρούνται», αναφέρεται στον Νομοκανόνα τού Φωτίου. Στους υστερώτερους χρόνους οι προαναφερθέντες αποκεφαλίζονταν. «Όσοι επικαλούνται δαίμονας, προς βλάβην ανθρώπων να κόπτεται ή κεφαλή των», Συνηθισμένη ποινή κατά τούς ίδιους χρόνους ήταν καί ή τύφλωσις. Μια τέτοια περίπτωσις, πού είναι, εκτός τών άλλων, καί χαρακτηριστική γιά τά μέσα πού χρησιμοποιούσαν οι μάγοι, αναφέρεται στην Σύνοψι τού Ανωνύμου, «Επί τούτοις», γράφει ό συντάκτης τής “Συνόψεως’’, «εκτυφλούνται καί ό Σικιδίτης Μιχαήλ, καί ό Σκληρός Σήθ, λόγω μεν αστρονομίας εχόμενοι, έργω δε μαγγανείας προσκείμενοι. Ο μεν γάρ Σκληρός επιγάμου παρθένου ήρα, καί επήρα αυτής, παρορώμενος δε στέλλει ταύτη διά προαγωγού τινος γυναίου μήλον ή δε παρθένος καταθεμένη τούτο τω κόλπω, εκμαίνεται προς τόν έρωτα, καί διακορείται παρ’ αυτού οι δε τής παιδός προσγενείς βαρέως ενεγκόντες το γεγονός, καταβοώνται του ταις νεάνισιν αφοπλίζοντος δαίμονος καί ούτως την κακώς έβλεψεν, ουδόλως έτι οφθαλμοίς εθεάσατο. Ο δε Σικιδίτης διά τινων αρρητουργιών θεωμένων απεπλάνα τας όψεις κατά φάλαγγας επισυνιστών δαίμονας ούς αν εκπλήξαι βούλοιτο».
Πολυάριθμοι από τούς «πελάτες» τών βυζαντινών φυλακών ήσαν καί οι μοιχοί. Η μοιχεία εθεωρείτο βαρύ έγκλημα, αφού την τιμωρία του προέβλεπαν, όχι μόνο οι ανθρώπινοι, αλλά καί οι θείοι νόμοι. Το «ου μοιχεύσης» τής Παλαιάς Διαθήκης επανελήφθη κατά κόρον στην Καινή Διαθήκη καί τις γραφές τών Πατέρων τής Εκκλησίας. «Ευχαριστώ σοι», έλεγε προσευχόμενος ό αλαζών Φαρισαίος, «ότι οι ειμί ώσπερ οι λοιποί τών ανθρώπων άρπαγες, άδικοι, μοιχοί». Καί σέ άλλο σημείο: «Ηκούσατε, ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ού μοιχεύσης· εγώ δε λέγω υμίν, ότι πας ό βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτής, ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού». Γενικώς ή μοιχεία εθεωρείτο πράξις φθοροποιός τού ιερού θεσμού τής οικογενείας, έγκλημα πού προκαλεί απώλεια καί δυστυχία τών παιδιών καί πού χωρίζει εκείνους τούς οποίους «ο Θεός εις σάρκα μίαν συνήνωσεν». «Το τής μοιχείας άγος», έγραφε Νεαρά τού Λέοντος τού Σοφού, ουδέν ελαττούται της ανδροφονίας· διότι ό μεν μιαιφόνος ενός τινος τόν βίον απώλεσεν, ό δε μιαρός τής μοιχείας δράστης πλείστων όσων, ανδρός, παίδων, συγγενών όλους βίους μια πληγή τη τών γάμων κατασπαράξει, πάντας ανέτρεψεν». Παρά ταύτα όμως πολλά κρούσματα μοιχείας παρετηρούντο στην Κωνσταντινούπολι καί τά άλλα μεγάλα αστικά κέντρα, πράγμα πού ανάγκασε τόν Βυζαντινό νομοθέτη να προβλέψη αυστηρές ποινές. Έτσι, πλην τής φυλακίσεως, πού ήταν συνηθισμένη γιά την μοιχεία τιμωρία, οι μοιχοί δέρνονταν, κουρεύονταν, εξορίζονταν, τούς έκοβαν την μύτη κ.λπ. «Οι μοιχοί δερνόμενοι καί κουρευόμενοι να κόπτεται ή μύτη τους». Καί σέ άλλο σημείο: «Η υπανδρεμένη γυναίκα όπου μοιχευθή μέ τόν δούλον της, αυτή μεν να δέρεται, να κουρεύεται, καί να κόπτεται ή μύτη της, να εξορίζεται από την πολιτείαν οπού κατοικεί, καί να χάνη όλην της την περιουσίαν, ό δε δούλος όπού την μοιχεύσει να κόπτεται το κεφάλι του».
Μέ φυλάκισι, ξυλοδαρμό καί εξορία τιμωρούνταν καί οι λεγόμενοι μοιχοσύνδρομοι, εκείνοι δηλαδή πού παρείχαν το σπίτι τους ως άσυλο στους μοιχούς. «Οι ρουφιάνοι καί όσοι συμβοηθούν εις αυτήν την αμαρτίαν (την μοιχείαν), δερόμενοι καί κουρευόμενοι να εξορίζωνται». Αλλά καί ό σύζυγος φυλακιζόταν καί εξοριζόταν, αν αδιαφορούσε γιά την μοιχεία τής συζύγου του. «Εκείνος όπου ηξεύρει την γυναίκα του πώς μοιχεύεται καί σιωπά, να ραβδίζεται καί να εξορίζεται, τού δε μοιχού καί τής μοιχαλίδος να κόπτωνται αι μύταις τούς». Φυλακιζόταν επίσης καί αποστρατευόταν ό ανεχόμενος την μοιχαλίδα σύζυγό του στρατιώτης.
Από την εποχή τού Ιουστινιανού, ό οποίος μέ την ύπ’ αριθμόν 77 Νεαρά τού απαγόρευσε την βλασφημία, ό έπαρχος τής πόλεως, δηλαδή ό διευθυντής θα λέγαμε σήμερα, τής αστυνομίας, συνελάμβανε καί φυλάκιζε τούς βλάσφημους. Ο Μιχαήλ Γλυκάς αναφέρει τόν 12ο αιώνα κάποιον, ό οποίος φυλακίσθηκε, «ως ρήμα πέμπων βλάσφημον καί κατ’ αυτού τού Πλάστου». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι στο χριστιανικό Βυζάντιο, όπου ή θρησκεία κυριαρχούσε στον δημόσιο καί στον ιδιωτικό βίο, πολλοί βλασφημούσαν, όχι μόνο στον Ιππόδρομο, στα κυβευτήρια καί τούς άλλους «αμαρτωλούς» χώρους, αλλά καί στους δρόμους καί τις πλατείες, ακόμη καί κοντά στις εκκλησίες. Βλασφημούσαν όχι μόνο τόν Θεό, αλλά καί τόν Χριστό, το Άγιο Πνεύμα, τούς Αγίους, την πίστη καί τόν Σταυρό. Φαίνεται δε, ότι, όχι μόνο ο λαϊκοί, αλλά καί οι κληρικοί βλασφημούσαν, αφού ό Θεόδωρος Στουδίτης τιμωρούσε τούς βλάσφημους μοναχούς μέ ξηροφαγία, αποχή από μην Θεία Κοινωνία καί τριακόσιες μετάνοιες ημερησίως.
Σύμφωνα μέ διάταξι τών Βασιλικών (60, 8α), στην φυλακή έστελναν καί εκείνους, πού ανάγκαζαν κάποιον να κυβεύση, να παίξη, δηλαδή, κύβους. Πολλοί ήσαν οι παραβάτες αυτού τού νόμου, γιατί τά παίγνια είχαν καταντήσει αληθινή πληγή γιά την βυζαντινή κοινωνία. Ή αγάπη χιλιάδων ανθρώπων προς τούς κύβους, την τάβλα ή ταβλίον, την πεττεία, το ζατρίκιον καί τά άλλα παίγνια ήταν παθολογική. Βυζαντινοί χρονογράφοι καί ιστορικοί αναφέρονται στο ελάττωμα τών παιγνίων καί συμπληρώνουν, ότι πολλοί συμπολίτες των όχι μόνο τόν χρόνο, αλλά καί την περιουσία των σπαταλούσαν στα κυβευτήρια.
Μέ φυλάκισι επίσης τιμωρούνταν οι προδότες, οι οφείλοντες χρήματα, οι καταδικασθέντες γιά πολιτικά αδικήματα, οι ψευδομάρτυρες, οι φρενοβλαβείς, αν δεν φυλάσσονταν από τούς οικείους, καί, τέλος, οι αιχμάλωτοι, τών οποίων ίσως ή κατάστασις στην φυλακή ήταν ή χειρότερη όλων. Εκτός τών πρσφερθέντων, πού ήσαν λαϊκοί, αναφέρονται καί περιπτώσεις, κατά τις οποίες φυλακίσθηκαν καί κληρικοί καί μάλιστα επίσκοποι, παρά τις αντιρρήσεις τής Εκκλησίας, ή οποία, το δικαίωμα επιβολής ποινής σέ ανώτατο κληρικό, έδινε μόνο στην Ιερά Σύνοδο. Αλλά καί γυναίκες ήσαν τρόφιμοι τών φυλακών γιά διάφορα εγκλήματα, κυρίως, γιά μοιχεία. Ο γυναίκες αυτές παλαιότερα εκρατούντο μαζί μέ τους άνδρες, ως ότου ό Μέγας Κωνσταντίνος απαγόρευσε τούτο μέ Νεαρά του. Αργότερα, μέ Νεαρά του, επίσης, ό Ιουστινιανός όρισε να προτιμώνται τής φυλακής τά μοναστήρια καί ασκητήρια, ώστε να μη φυλάσσωνται οι γυναίκες από άνδρες καί ούτως «ευρεθώσι περί την σωφροσύνην υβριζόμεναι». Αν οι υπεύθυνοι άρχοντες παρέδαιναν την διάταξι αυτή, πού επανελήφθη καί στους νεώτερους νόμους, τιμωρούνταν μέ πρόστιμο. Αν αί παραβάτες ήσαν στρατιώτες, ή τιμωρία ήταν ξυλοδαρμός καί εξορία. Εκτός από τις μοιχαλίδες, μιά μεγάλη κατηγορία γυναικών, πού εκλείνονταν υποχρεωτικά σέ μοναστήρι αντί φυλακής, ήσαν οι λεγόμενες συνείσακτοι. Πολλοί, ιδίως κληρικοί, έπαιρναν στα σπίτια τους παρθένες, οι οποίες δεν είχαν συγγενείς, γιά να τις «προστατεύσουν». Ή συμβίωσις αυτή τών γυναικών, πού ελέγοντο «αγαπηταί», μέ τούς προσλαμβάνοντας, πού ονομάζονταν «αγαπητοί» ήταν, όπως είναι φανερό, σκανδαλώδης καί γι’ αυτό καταδικαζόταν από την πολιτεία καί την Εκκλησία. Τόν θεσμό τών συνεισάκτων ό Γρηγόριος ό Θεολόγος ονομάζει «άγαμον γάμο» καί «ακολασίαν». Όσες ανακαλύπτονταν, τις υποχρέωναν να εγκαταλείψουν τούς αγαπητούς, καί τις έκλειναν ισοβίως σέ μοναστήρι.
Αυτή ήταν σέ γενικές γραμμές ή εικόνα τών βυζαντινών φυλακών καί τών τροφίμων τους. Εικόνα φρίκης καί μαρτυρίαν. Όμως, δη μη βιασθούμε να αναλάβωμε τόν ρόλο τού εισαγγελέως καί να απαγγείλωμε βαρύ το «κατηγορώ» μας, κατά τού «σκοτεινού Βυζαντίου», πού, όσο χριστιανικό κι αν ήταν, άλλο τόσο «βάρβαρο» υπήρξε. Ή κρίσις μας θα ήταν πέρα ως πέρα άδικη. Θα μπορούσαμε, αλήθεια, να θυμηθούμε, ότι πριν από λίγες ακόμη δεκαετηρίδες, καί στην Ελλάδα καί στον υπόλοιπο Κόσμο (στην Αφρική ακόμη καί σήμερα), υπήρχαν φυλακές πού «λειτουργούσαν» κάτω από παμπάλαια γκριζόμαυρα υγρά τείχη καί φρούρια. Αν ακόμη ανατρέξωμε στην ανθρωπιστική Άναγέννησι, δεν έχομε παρά να θυμηθούμε, ότι τότε λειτούργησαν τά απαισιώτερα «μπουντρούμια», πού αναφέρει ή ιστορία. Το σημαντικώτερο όμως είναι, ότι σέ καμμιά από τις τελευταίες περιπτώσεις, ούτε στην εποχή μας, δεν παρουσιάσθηκε αυτό το υπέροχο φαινόμενο τής ομαδικής αγάπης προς τόν συνάνθρωπο, όπως το γνωρίσαμε στην συμπαράστασι τής βυζαντινής κοινωνίας προς τούς φυλακισμένους. Πόσοι πραγματικά άρχοντες τού καιρού μας, πόσα οργανωμένα σωματεία, πόσοι από μάς επισκεφθήκαμε το κελλί μιάς φυλακής, γιά να δώσωμε λίγη αγάπη στον συνάνθρωπό μας, ασχέτως αν είναι εγκληματίας; «Εν φυλακή ήμην καί ήλθετε προς με…» Στο σημείο αυτό, ό μεσαιωνικός Ελληνισμός κάτι έχει να μάς διδάξη…

ΣΑΡΑΝΤΟΣ Π. ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Υπαστυνόμος Α’

Πηγή: Περιοδικό Ιστορία, τευχ. 74, Αύγουστος 1974.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βυζαντινή Ιστορία”