ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Dhmellhn
Επίτιμος
Επίτιμος
Δημοσιεύσεις: 4046
Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
Έδωσε Likes: 27 φορές
Έλαβε Likes: 71 φορές

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Δημοσίευση από Dhmellhn » Τετ 18 Φεβ 2009, 23:27

Επαναφέρω το νήμα για τη νομοθεσία στο Βυζάντιο διότι πιστεύω πραγματικά ότι το χιλιόχρονο Βυζάντιο προσέφερε πολλά και σε αυτόν τον τομέα.

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Η Νομοθετική δραστηριότητα των Βυζαντινών υπήρξε ιδιαιτέρως παραγωγική. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο μετεξελίχθη, επί Ρωμαϊκών μεν βάσεων, αλλά με περισσότερο Ελληνικό, αλλά και Χριστιανικό χαρακτήρα. Οι αρχές του, περί ισονομίας, δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας, παρέπεμπαν σαφώς, αφενός μεν στην κλασσική Ελλάδα, αφετέρου δε στην Χριστιανική πίστη. Χαρακτηρίζεται, βεβαίως, σε αρκετά σημεία ως άκρως απολυταρχικό, τέλεια συνυφασμένο όμως με τις επιταγές της τότε εποχής περί «Ελέω Θεού Μονάρχη». Θα εξετάσουμε επομένως την Βυζαντινή Νομοθεσία, αλλά κυρίως τους βασικότερους παράγοντες, οι οποίοι διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό της. Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, ότι το Βυζαντινό Δίκαιο κληροδότησε στην Ευρώπη, τις βάσεις των νομοθεσιών των χωρών της.

Λέγοντας όμως περί Δικαίου, ας ρίξουμε μία ματιά στα κυριότερα Νομοθετικά έργα των Βυζαντινών χρόνων. Η πρώτη απόπειρα, έλαβε χώρα επί των ημερών του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β’ τον 4ο αιώνα με τον λεγόμενο «Θεοδοσιανό Κώδικα» (Codex Theodosianus). Καταβλήθηκε τότε μία προσπάθεια σύντμησης και κωδικοποίησης της υφισταμένης νομοθεσίας.

Το επόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και πιο καθοριστικό βήμα, ως προς την ολοκλήρωση του Θεοδοσιάνιου εγχειρήματος, έγινε την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, μέσω της κωδικοποιήσεως του Ρωμαϊκού Δικαίου, σε ένα σώμα υλικού, το λεγόμενο και «Corpus Iuris Civilis», που αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος ονομάζονταν «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» (Codex Iustinianus) και περιελάμβανε κωδικοποιημένες τις αυτοκρατορικές διατάξεις μέχρι την εποχή του. Το δεύτερο μέρος, «Οι Πανδέκται» (Digesta), ήταν μία συλλογή αποσπασμάτων από διάφορα έργα διακεκριμένων Νομομαθών. Αφορούσε τις απόψεις τους πάνω σε διάφορα νομικά ζητήματα. Το τρίτο μέρος είχε τον τίτλο «Εισηγήσεις» (Instituta) και αποτελούσε στην ουσία μία σύνοψη, ένα πρακτικό εγχειρίδιο θα λέγαμε στα χέρια των σπουδαστών των Νομικών Επιστημών. Τέλος, οι «Νεαραί» (Novellae), που πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εγράφησαν στην Ελληνική, αποτελούσαν όλη την μεταγενέστερη νομοθεσία μετά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Αργότερα, κατά τον 8ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ΄ θέσπισε την «Εκλογή των Νόμων», η οποία ήταν μία σύντομη περίληψη του Corpus Iuris Civilis, προσαρμοσμένη όμως στις ανάγκες της εποχής του.

Την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, τώρα, – μέσα 9ου έως μέσα 11ου – βλέπουμε μία σημαντική και αξιόλογη παραγωγή Νομοθετημάτων. Έτσι έχουμε την επονομαζόμενη «Εισαγωγή ή Επαναγωγή», στην οποία γίνεται για πρώτη φορά αναφορά για την ανεξαρτησία του Πατριαρχικού Λόγου. Επίσης, την ίδια εποχή, τον 9ο αιώνα παρουσιάζεται και ο «Πρόχειρος Νόμος». Λίγο μετά έχουμε την παρουσίαση των «Βασιλικών», του δεύτερου πιο σημαντικού κώδικα μετά τον Ιουστινιάνειο. Άλλα, μικρότερης σημασίας Νομικά Έργα είναι: «Η μεγάλη Σύνοψις των Βασιλικών» στα μέσα του 10ου αιώνος, «Ο Τιπούκειτος» τον 11ο, «Η Σύνοψη των Νόμων» επίσης τον 11ο, «Το Πόνημα Νομικόν» τον ίδιο αιώνα, όπως και «Η Πείρα». Το πιο άξιο λόγου έργο όμως της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου είναι η «Εξάβιβλος» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου.

Κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου η αυτοκρατορική εξουσία υπήρξε, φυσικά, απόλυτη αλλά και καταλυτική. Κατά συνέπεια και το δίκαιο δεν μπορούσε να ξεφύγει αυτού του κανόνος. Το περιεχόμενό του, ήταν στην ουσία μία σειρά αυτοκρατορικών διατάξεων. Η θέληση των αυτοκρατόρων ήταν ταυτόχρονα και νόμος, και μάλιστα εκπορευόμενος εκ του Θείου, ο οποίος εκφράζονταν μέσα από μία σειρά Νεαρών, που εξέδιδαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αρχής γενομένης από τον Ιουστινιανό. Θα λέγαμε ότι, αν και δημιουργός των Νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, εντούτοις Πηγή τους εμφάνιζε τον Θεό και αυτό για να συμπεριλάβει με τον μανδύα της Ιερότητος τις όποιες αποφάσεις ελάμβανε και εν συνεχεία νομοθετούσε. Αλλά και έργα όπως Οι Πανδέκται, του εν λόγω Βυζαντινού ηγεμόνος, που περιείχαν σταχυολογήματα διαφόρων επιφανών Νομικών των περασμένων αιώνων, είχαν συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε, οι απόψεις που απηχούσαν να εναρμονίζονται απόλυτα με την κρατούσα άποψη περί του απόλυτου Κριτού και Νομοθέτη, του αυτοκράτορος. Αυτό συνέβη, διότι, η συλλογή των προγενεστέρων κειμένων, με σκοπό να ενταχθούν στους Πανδέκτες, έγινε ακριβώς με γνώμονα την συγκεκριμένη θέση, η οποία αποτελούσε και ένα είδος δόγματος στο Βυζάντιο. Να σημειώσουμε, μόνο, πως την δύσκολη αυτή προσπάθεια ανέλαβε να φέρει εις πέρας με μία δεκαεξαμελή επιτροπή ο Τριβωνιανός. Προχώρησε, λοιπόν, παρεμβαίνοντας στα κείμενα, είτε τροποποιώντας τα, είτε παραλείποντας τα σημεία που δεν συμφωνούσαν, καθιστώντας αυτά τελείως αγνώριστα. Αυτού του είδους οι τροποποιήσεις ονομάσθηκαν «Επεμβάσεις».

Ούτως ή άλλως, βέβαια, επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων να προχωρήσει η αυτοκρατορία σε μία συστηματική και έγκυρη κωδικοποίηση της προϋπαρχούσης Ρωμαϊκής Νομοθεσίας. Έτσι, θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των δικαστών, στην προσπάθειά τους για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Πάντοτε όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ανωτάτου άρχοντος, του αυτοκράτορος. Άλλωστε οιαδήποτε νομική δυσερμηνεία οδηγούσε αναγκαστικά στον ίδιο, καθόσον μόνο εκείνος δικαιούτο να θεσπίζει και να ερμηνεύει τους νόμους. Η λειτουργία του κράτους έπρεπε να είναι συνεχής και αρμονική. Οι νόμοι, επομένως, που εντάσσοντο στην ανωτέρω λειτουργία, όφειλαν να είναι ξεκάθαροι, να μην υποπίπτουν σε αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά ούτε και να επαναλαμβάνονται. Αυτό, αποτέλεσε άλλωστε και τον βασικότερο στόχο του Ιουστινιανού με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.

Κατά την διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, τώρα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη της βασιλείας του ιδρυτού της Λέοντος Γ’ (717-741), επιχειρήθηκε μία νέα κωδικοποίηση η επονομαζόμενη και Εκλογή των Νόμων. Ήταν, θα λέγαμε, μία επιτομή του Corpus Iuris Civilis και στόχευε στην προσαρμογή του δικαίου στις ανάγκες της εποχής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κωδικοποίησης, ήταν, η προσπάθεια αναθεώρησης της κείμενης νομοθεσίας επί το «Φιλανθρωπότερον», έτσι ώστε να συμβαδίζει με τις χριστιανικές αρχές του κράτους. Αφορούσε κυρίως ποινικά αδικήματα και προέβλεπε την ποινή του ακρωτηριασμού για τα περισσότερα από αυτά, αντικαθιστώντας την θανατική, η οποία όμως παρέμεινε για ορισμένα εξ΄αυτών, τα ιδιαιτέρως ειδεχθή. Είναι βεβαίως συζητήσιμο, εάν, και κατά πόσο ήταν προτιμώτερος ο ακρωτηριασμός από τον θάνατο, δεδομένου ότι, το μέτρο αυτό συνιστούσε για πολλούς έναν εκβαρβαρισμό του Ρωμαϊκού Δικαίου. Συν τοις άλλοις, έδειχνε και έναν επηρεασμό από πρακτικές της Ανατολής. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δε συνάδει με τις αντιλήψεις περί του «Πρώτου Χριστιανικού Κώδικα» και το πλήθος των βιβλικών κειμένων που παρατίθενται μέσα. Σε άλλα σημεία, βεβαίως, στην Εκλογή παρατηρούμε την επήρεια των μεταβολών των κοινωνικών συνθηκών, όπως στην περίπτωση του γάμου, καθώς και στην βελτίωση της θέσης των γυναικών.

Ο αυτοκρατορικός απολυταρχισμός, φυσικά, συνεχίσθηκε και κορυφώθηκε στα χρόνια των Μακεδόνων. Κυρίως, αυτό φαίνεται από την έκδοση ορισμένων Νεαρών από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, όπου δίδεται περαιτέρω νομική κάλυψη στο δικαίωμα του Βυζαντινού Μονάρχη να συγκεντρώσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της κρατικής εξουσίας. Οι διακηρύξεις του τύπου, ο αυτοκράτορας υπεράνω των νόμων και περί «Μόναρχου Κράτους» δίνουν ακριβώς το στίγμα της εποχής. Η αυτοκρατορική παντοδυναμία σε όλο της το μεγαλείο. Συνεπώς, δεν προξενεί εντύπωση πως στην διάρκεια της Βασιλείας τους, το δίκαιο συνδέθηκε με έντονες τάσεις επιστροφής στην Ιουστινιάνεια Νομοθεσία. Την προσπάθειά τους αυτή την ονόμασαν «Ανακάθαρση των Νόμων», έχοντας την έννοια της αποκατάστασης των Ιουστινιάνειων νομοθετημάτων, με την κατάργηση ουσιαστικά της Εκλογής. Η διαφορά με τον Ιουστινιανό, όμως, είναι πως ο ίδιος, κάπου παραδέχονταν την υπεροχή των νόμων, έτσι ώστε, να αναγκάζεται να υπακούει και ο ίδιος σε αυτούς. Το πρότυπο αυτό, του ηγεμόνα δηλαδή που υποτάσσεται και ο ίδιος στους νόμους, ήταν, σύμφωνο με την έννοια της «Εννόμου Επιστασίας». Εδώ, φαίνεται καθαρά η επίδραση της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας.

Ο σπουδαιότερος Νομοθετικός Κώδικας αυτής της περιόδου, ήταν Τα Βασιλικά, ένα έργο αποτελούμενο από εξήντα βιβλία, τα οποία περιέχουν δίκαιο σαφώς εμπνευσμένο από το Corpus Iuris Civilis. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση ολόκληρου, σχεδόν, του μεταϊουστινιάνειου δικαίου από αυτό, φανερώνεται και από κάποιο χωρίο των Βασιλικών, που προβλέπει πως σε κάθε περίπτωση που ο νόμος καθίστανται ελλιπής και παρουσιάζει κενά, τότε, αυτά έρχεται να τα καλύψει το «Παραδοσιακό» Ρωμαϊκό Δίκαιο. Τα Βασιλικά, τέλος, αποτέλεσαν την κύρια Νομοθεσία του Βυζαντίου, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του 15ου αιώνος, στους οθωμανούς. Αυτό δε, κατοχυρώνεται κυρίως κατά την διάρκεια του 12ου αιώνος επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όπου ορίστηκε ρητώς, πως μόνον τα Βασιλικά αποτελούν το ισχύον δίκαιο της αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας το Ιουστινιάνειο.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι, επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, εξεδόθη η Εισαγωγή ή Επαναγωγή, ένας νομικός κώδικας, όπου γίνονταν ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των «Δύο Εξουσιών», του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Οι δύο αυτοί σημαντικότεροι θεσμοί του Βυζαντινού κράτους, αποτελούσαν ταυτόχρονα και τους πόλους εξουσίας, εξέφραζαν δε, ο μεν Αυτοκράτωρ την κεφαλή της κοσμικής και κατ΄ επέκταση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Πατριάρχης ήταν η κεφαλή της Εκκλησίας. Στην Επαναγωγή, μάλιστα, καθορίζονται τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους, όπως και τα διαχωριστικά όρια των εξουσιών τους. Η νέα αυτή καινοτομία, έρχονταν σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα, βάσει του οποίου δεν υπήρχαν δύο διαφορετικές εξουσίες, αλλά δύο μορφές εμφάνισης της μόνης πραγματικής εξουσίας. Ο αυτοκράτορας, εξάλλου, ήταν ταυτόχρονα και ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης. Το δυστύχημα, βέβαια, για την εκκλησία ήταν ότι, η διάρκεια ισχύος της επαναγωγής υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Ήταν, άλλωστε, η τελευταία προσπάθεια της εκκλησίας για ανεξαρτησία. Η Επαναγωγή τέλος, κατέστη ανενεργός από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, έναν άκρως απολυταρχικό μονάρχη.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κάνουμε μία μικρή αναφορά στους "Δυνατούς". Είναι γεγονός ότι η Μακεδονική δυναστεία περιόρισε τη δύναμη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων για μια σειρά από λόγους. Αυτοί οι λόγοι ήταν στρατιωτικοί, διότι τα στρατιωτικά αγροκτήματα χάνονταν σε βάρος των ιδιωτικών με αποτέλεσμα το κράτος να αναγκάζεται να διατηρεί μισθοφορικό στρατό ο οποίος ήταν δαπανηρός και αμφιβόλου μαχητικότητος. Άλλοι ήταν πολιτικοί, γιατί οι μεγαλογαιοκτήμονες με τη μεγάλη τους δύναμη άρχισαν να έχουν αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τέλος, για οικονομικούς λόγους ήταν πιο εύκολο για την αυτοκρατορία να δασμολογεί μικροϊδιοκτήτες απ' ότι τους τιμαριούχους οι οποίοι απέφευγαν την καταβολή οικονομικών εισφορών. Κατά συνέπεια, οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, με διάφορους νόμους και διατάγματα, πέτυχαν να προτιμώνται ως αγοραστές της κοινοτικής γης οι γείτονες και συγγενείς τους πωλητή, να αποδίδονται αναδρομικά στους φτωχούς ιδιοκτήτες τα χωράφια που τους είχαν πάρει οι Δυνατοί, να απαγορεύεται η αγοραπωλησία των στρατιωτικών κτημάτων, να περιοριστεί η αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τέλος να πληρώνουν οι Δυνατοί τον φόρο των φτωχών. Το τελευταίο νομοθετικό μέτρο είναι το γνωστό "Αλληλέγγυον" του Βασιλείου του Β'.

Στα χρόνια που επακολούθησαν, δεν παρατηρείται η συγγραφή ιδιαίτερα αξιόλογων νομοθετικών έργων. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη παρακμή του βυζαντίου σε όλους τους τομείς, επομένως και στο δίκαιο. Κάτω από αυτές τις δυσοίωνες συνθήκες, δεν υπήρχε η σκέψη για τη σύνταξη νέων νόμων, παρά μόνο για αναμασήματα παλαιοτέρων. Τα περισσότερα έργα εξαντλούνται στην ερμηνεία και κωδικοποίηση των Βασιλικών, όπως ο Τιπούκειτος, που αποτελεί ουσιαστικά ένα ευρετήριο των Βασιλικών. Αλλά και η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών είναι στην ουσία μία περίληψή τους. Ακόμη, να τονίσουμε πως γίνεται μία προσπάθεια για την συγγραφή εγχειριδίων που προορίζονταν για τους φοιτητές των Νομικών Επιστημών. Τέτοια ήταν η Σύνοψη των Νόμων, του Μιχαήλ Ψελλού και το Πόνημα Νομικόν του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ήταν, η εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου τον 14ο αιώνα. Στα έξι βιβλία της, βλέπουμε μία ταξινόμηση του υπάρχοντος ποινικού και αστικού δικαίου. Και αυτό διότι, οι ανάγκες της εποχής ζητούσαν τη συγγραφή ενός εύχρηστου και άριστα ταξινομημένου νομικού εγχειριδίου, δεδομένου ότι, το έργο των Βασιλικών είχε καταστεί πλέον μη λειτουργικό. Το πόσο σημαντικό έργο αποτέλεσε η εξάβιβλος, αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος της υιοθετήσεώς του από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος στη θέση του αστικού δικαίου έως τα μέσα του 20ου αιώνος.

Οι αρχές του Βυζαντινού δικαίου, όμως, εμπνέονται και από τον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όλοι οι αυτοκράτορες ευφορούνται των χριστιανικών ιδεωδών, και αυτό φαίνεται μέσα από τα νομοθετήματά τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε βασικό συστατικό του Βυζαντίου. Ο ευφυέστατα σκεπτόμενος Μεγάλος Κωνσταντίνος, διέγνωσε σωστά πως η συνέχιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν πάνω σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν το οικονομικά εύρωστο και πλούσιο ανατολικό τμήμα της και ο δεύτερος ο χριστιανισμός. Η νέα θρησκεία, είχε αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί Διοκλητιανού και εγγυούταν την συνοχή του ετερόκλητου πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Το κύρος της Εκκλησίας, έτσι, αυξήθηκε και επομένως μετά την εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου, πέρασε στο στάδιο της προνομιακής μεταχείρισής της και τέλος στην επιβολή της χριστιανικής θρησκείας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Όλες οι παραπάνω πρακτικές εμπεριέχονταν σε διάφορα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποτέλεσαν μετέπειτα νόμους του κράτους. Ενδεικτικό, μάλιστα, του αυξημένου αυτοκρατορικού ενδιαφέροντος για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ήταν πως ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, αποτελούμενος από δώδεκα βιβλία, αφιέρωνε το πρώτο στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ, μάλιστα, επεδίωκε να ασκήσει την εξουσία του «Κατά Μίμησιν» Θεού. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, έπρεπε, να ακολουθήσει συγκεκριμένους κανόνες και υποδείγματα, ώστε από την μία να είναι αρεστός στον Θεό, αλλά και από την άλλη να εμπνέει εμπιστοσύνη στους υπηκόους του.

Όσον αφορά τώρα το καθεαυτό εκκλησιαστικό δίκαιο, έχουμε διάφορες συλλογές, όπως η «Συναγωγή», μία συλλογή προγενεστέρων ιερών κανόνων. Άλλη συλλογή ήταν ο «Νομοκανών», ένα έργο όπου η τελική έκδοσή του έγινε από τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, μάλιστα, διάχυτη η άποψη, τόσο από τον Βαλσαμώνα, όσο και από τον Ματθαίο Βλάσταρη μεταγενέστερα, πως, οι εκκλησιαστικοί κανόνες μπορούν να εξισωθούν με τις «Θείες Γραφές» και ότι οι νόμοι αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να τους συμπληρώνουν.

Επίσης, την Υστεροβυζαντινή εποχή, θα παρατηρήσουμε μία αύξηση των αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, κυρίως λόγω της Νεαράς 27 του Αλεξίου του Α΄, όπου γίνεται η μεταβίβαση ορισμένων τέτοιων αρμοδιοτήτων, κυρίως οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων. Ξέχωρα αυτού, όμως, η δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, εκτός αυτών των οποίων όριζε η εν λόγω Νεαρά, όπως η τοκογλυφία, η σύνταξη συμβολαίων κι άλλα. Η πρακτική αυτή, ουδέποτε συνάντησε οποιαδήποτε αυτοκρατορική αντίδραση. Ο λόγος ήταν ότι, αποδέσμευε σε αρκετά μεγάλο βαθμό τα πολιτειακά δικαστήρια από έναν μεγάλο όγκο υποθέσεων. Γεγονός όμως ήταν, πως με την πάροδο των αιώνων και ιδιαίτερα στους τελευταίους δύο, προ της οριστικής πτώσης του Βυζαντίου, η ισχύς του αυτοκράτορα έφθινε συνεχώς.

Καταλήγοντας λοιπόν, βλέπουμε ότι, το Βυζαντινό οικοδόμημα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη Νομοθεσία του. Οι κύριοι άξονες, πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, σε όλη την Βυζαντινή περίοδο ήταν ο αυτοκράτορας και η εκκλησία. Όλο αυτό το διάστημα, η συνύπαρξη αλλά και η συνεργασία τους υπήρξε αγαστή. Πάντοτε όμως υπό το σκήπτρο της κοσμικής εξουσίας, του αυτοκράτορος. Ορισμένες, κατά καιρούς, προσπάθειες αυτονόμησης του κλήρου, ιδιαίτερα την εποχή του πατριάρχου Φωτίου με την Επαναγωγή, απέβησαν όπως είδαμε άκαρπες. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες είχαν ενδυθεί τον Θείο μανδύα του «Ελέω Θεού Μονάρχη».Τοιουτοιοτρόπως κινήθηκε και η εκκλησία, όπου οι εκπρόσωποί της, αν και δεν είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, εντούτοις επωφελήθηκαν τα μέγιστα, μέσω πολλών διατάξεων, όπως και «Χρυσόβουλων Λόγων» όπου τους εδίδοντο πολλά προνόμια, ως ένδειξη σεβασμού από μέρους των αυτοκρατόρων για την θρησκεία. Πολλά νομοθετικά έργα, όμως, εμπνέοντο και από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μέριμνας για τους φτωχούς, όπως η βελτίωση της θέσης των γυναικών και η φιλανθρωπία. Θα μπορούσαμε να πούμε τελικώς, πως, παρότι απολυταρχικό, το καθεστώς του Βυζαντίου, έδειχνε συχνότατα όψεις τόσο δικαιοσύνης, όσο και ισονομίας. Ως κύριο αντίβαρο στον απολυταρχισμό, αλλά και μοχλός ανάσχεσης λειτούργησε κυρίως η Εκκλησία αλλά και η Ελληνική παιδεία ορισμένων αυτοκρατόρων.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
Άβαταρ μέλους
Dhmellhn
Επίτιμος
Επίτιμος
Δημοσιεύσεις: 4046
Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 15:16
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: ΕΛ-ΛΑΣ
Έδωσε Likes: 27 φορές
Έλαβε Likes: 71 φορές

Re: ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Δημοσίευση από Dhmellhn » Δευ 04 Φεβ 2013, 00:59

Το κεφάλαιο για τη Νομοθεσία εμπλουτισμένο με πηγές στην τελική του μορφή. Αποτελεί μέρος του βιβλίου μου για τους βυζαντινούς χρόνους. Πάσα αντιγραφή ελεύθερη με την προϋπόθεση αναφοράς της πηγής (υπάρχει και στο ιστορικό μπλογκ που έχω: istorias-alitheia.blogspot.gr).

Ίων Ιουστίνος Ρωμανός

Εικόνα

Uploaded with ImageShack.us

Την των όντων ο Θεός σύστασιν δημιουργήσας εν κόσμω
και ευταξία το παν συναρμόσας, δακτύλω τε ιδίω νόμον
εγχαράξας ταις πλαξίν ενδηλώσας αριδηλότατα, ως αν
δι' αυτού το των ανθρώπων φύλον ευ διατιθέμενον μη
αναισχύντως επιπηδά τω ετέρω θάτερος, μήτε μην ο κρείττων
τον ελάττονα καταβλάπτη, αλλά πάντα δικαίω σταθμώ
διαταλαντεύηται, διά τούτο και την ημετέραν γαληνότητα
τα ρηθησόμενα νόμων εχόμενα διαθείναι ευδόκησεν, ως
αν ευσχημόνως το ανθρώπινον γένος πολιτεύηται και μη
θάτερος καταδυναστεύη θατέρου.


Προοίμιον Επαρχικού Βιβλίου (Σπύρου Τρωιάνου: Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου)

Τα νομοθετικά έργα στο Βυζάντιο και οι παράγοντες οι οποίοι διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο τους

Ι. Εισαγωγή

Η Νομοθετική δραστηριότητα των Βυζαντινών υπήρξε εξόχως παραγωγική. Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, από τα πρώτα βήματα του, φρόντισε για τη συστηματική καταγραφή των νόμων και την ασφαλή κωδικοποίηση τους σύμφωνα με τις επιταγές της εποχής, απόρροια της μετεξελίξεως του παλαιού Ρωμαϊκού Imperium σε μία χριστιανική αυτοκρατορία με ισχυρή την επιρροή του ελληνικού πνεύματος. Με αυτό τον τρόπο το Ρωμαϊκό Δίκαιο μετεξελίχθη, αφενός μεν επί Ρωμαϊκών μεν βάσεων, αφετέρου δε έχοντας εμβολιαστεί βαθιά τόσο από το Ελληνικό στοιχείο, όσο και από τον Χριστιανισμό. Οι αρχές του, περί ισονομίας, δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας, παρέπεμπαν σαφώς, τόσο στην κλασσική Ελλάδα, όσο και στη νεότευκτη Χριστιανική πίστη. Βεβαίως, σε αρκετά σημεία, η νομοθεσία εμφανίζεται απολυταρχική, τέλεια συνυφασμένη όμως με τις επιταγές της τότε εποχής που ήθελε τον αυτοκράτορα ως «Ελέω Θεού Μονάρχη». Με αυτά τα δεδομένα θα εξετάσουμε τα νομοθετικά έργα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, δίνοντας έμφαση στους καθοριστικούς εκείνους παράγοντες, οι οποίοι διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό της. Ας μη ξεχνούμε, άλλωστε, ότι το Βυζαντινό Δίκαιο κληροδότησε στην Ευρώπη, τις βάσεις των νομοθεσιών των χωρών της.

ΙΙ. Τα κυριότερα νομοθετικά έργα στο Βυζάντιο

Λέγοντας όμως περί Δικαίου, ας ρίξουμε μία ματιά στα κυριότερα Νομοθετικά έργα των Βυζαντινών χρόνων. Η πρώτη απόπειρα, έλαβε χώρα επί των ημερών του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β’ τον 4ο αιώνα με τον λεγόμενο «Θεοδοσιανό Κώδικα» (Codex Theodosianus)1. Καταβλήθηκε τότε μία προσπάθεια σύντμησης και κωδικοποίησης της υφισταμένης νομοθεσίας.

Το επόμενο, αλλά ταυτοχρόνως και πιο καθοριστικό βήμα ως προς την ολοκλήρωση του Θεοδοσιάνιου εγχειρήματος, έγινε την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα, μέσω της κωδικοποιήσεως του Ρωμαϊκού Δικαίου, σε ένα σώμα υλικού, το λεγόμενο και «Corpus Iuris Civilis»2, που αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος ονομάζονταν «Ιουστινιάνειος Κώδιξ» (Codex Iustinianus)3 και περιελάμβανε κωδικοποιημένες τις αυτοκρατορικές διατάξεις μέχρι την εποχή του. Το δεύτερο μέρος, «Οι Πανδέκται» (Digesta)4, ήταν μία συλλογή αποσπασμάτων από διάφορα έργα διακεκριμένων Νομομαθών. Σκοπός της συλλογής αυτής ήταν να αναδείξει τις απόψεις τους πάνω σε διάφορα νομικά ζητήματα. Το τρίτο μέρος είχε τον τίτλο «Εισηγήσεις» (Instituta)5 και αποτελούσε, στην ουσία, μία σύνοψη, ένα πρακτικό εγχειρίδιο θα λέγαμε στα χέρια των σπουδαστών των Νομικών Επιστημών. Τέλος, οι «Νεαραί» (Novellae),6 που πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι εγράφησαν στην Ελληνική, αποτελούσαν τα νομοθετικά διατάγματα μετά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Βρισκόμαστε, εξάλλου, στον 6ο αιώνα όπου η Λατινική έχει υποχωρήσει σχεδόν ολοκληρωτικά στο Βυζάντιο.

Αργότερα, κατά τον 8ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Λέων ο Γ΄ (ιδρυτής της δυναστείας των Ισαύρων) θέσπισε την «Εκλογή των Νόμων», η οποία ήταν μία σύντομη περίληψη του Corpus Iuris Civilis, προσαρμοσμένη όμως στις ανάγκες της εποχής του. Το πνεύμα της νέας συλλογής θέτει σε πρώτο πλάνο την χριστιανική φιλανθρωπία, αν και ορισμένες ποινές μαρτυρούσαν αραβικές επιρροές.

Την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, τώρα, – μέσα 9ου έως μέσα 11ου – βλέπουμε μία σημαντική και αξιόλογη παραγωγή Νομοθετημάτων. Έτσι έχουμε την συλλογή «Εισαγωγή ή Επαναγωγή»7, στην οποία γίνεται για πρώτη φορά αναφορά για την ανεξαρτησία του Πατριαρχικού Λόγου. Λίγο αργότερα, πάλι κατά τον 9ο αιώνα παρουσιάζεται και ο «Πρόχειρος Νόμος»8. Ακολουθεί η παρουσίαση των «Βασιλικών»9, του δεύτερου πιο σημαντικού κώδικα μετά τον Ιουστινιάνειο. Πρόκειται για μία μεγάλη συλλογή που περιελάμβανε εξήντα βιβλία.

Άλλα, μικρότερης σημασίας Νομικά Έργα που παρουσιάστηκαν τους επόμενους αιώνες ήταν: «Η μεγάλη Σύνοψις των Βασιλικών»10 στα μέσα του 10ου αιώνος, «Ο Τιπούκειτος»11 τον 11ο, «Η Σύνοψη των Νόμων»12 επίσης τον 11ο, «Το Πόνημα Νομικόν»13 τον ίδιο αιώνα, όπως και «Η Πείρα».14 Εξαίρεση αποτέλεσε η «Εξάβιβλος»15 του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, η πιο αξιόλογη συλλογή της Υστέρου Βυζαντινής περιόδου. Αξίξει να σημειωθεί ότι το αστικό δίκαιο στο νεοελληνικό κράτος βασίστηκε για αρκετές δεκαετίες στην Εξάβιβλο.

ΙΙΙ. Οι Παράγοντες που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και το περιεχόμενο της βυζαντινής νομοθεσίας

Κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου η αυτοκρατορική εξουσία υπήρξε, φυσικά, απόλυτη αλλά και καταλυτική. Κατά συνέπεια και το δίκαιο δεν μπορούσε να ξεφύγει αυτού του κανόνος. Το περιεχόμενό του, ήταν στην ουσία μία σειρά αυτοκρατορικών διατάξεων. Η θέληση των αυτοκρατόρων ήταν ταυτόχρονα και νόμος, και μάλιστα εκπορευόμενος εκ του Θείου, ο οποίος εκφράζονταν μέσα από μία σειρά Νεαρών, που εξέδιδαν σε τακτά χρονικά διαστήματα, αρχής γενομένης από τον Ιουστινιανό. Θα λέγαμε ότι αν και δημιουργός των Νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, εντούτοις εμφάνιζε ως Πηγή τους τον Θεό και αυτό με σκοπό να ενδύσει με τον μανδύα της Ιερότητος τις αποφάσεις που ελάμβανε και εν συνεχεία καθιστούσε ως νόμους του κράτους.

Η φύση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού

Έργα όπως Οι Πανδέκται, του Ιουστινιανού, τα οποία περιείχαν σταχυολογήματα διαφόρων επιφανών Νομικών των περασμένων αιώνων, είχαν συνταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε, οι απόψεις που απηχούσαν να εναρμονίζονται απόλυτα με την κρατούσα άποψη περί του απόλυτου Κριτού και Νομοθέτη, δηλαδή του αυτοκράτορα. Αυτό συνέβη, διότι, η συλλογή των προγενεστέρων κειμένων, με σκοπό να ενταχθούν στους Πανδέκτες, έγινε ακριβώς με γνώμονα την συγκεκριμένη θέση, η οποία αποτελούσε και ένα είδος δόγματος στο Βυζάντιο. Να σημειώσουμε, μόνο, πως την δύσκολη αυτή προσπάθεια ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο επιφανής Νομομαθής Τριβωνιανός16 μαζί με μία δεκαεξαμελή επιτροπή. Προχώρησε, λοιπόν, παρεμβαίνοντας στα κείμενα, είτε τροποποιώντας τα, είτε παραλείποντας τα σημεία που δεν συμφωνούσαν, καθιστώντας αυτά τελείως αγνώριστα. Αυτού του είδους οι τροποποιήσεις ονομάσθηκαν «Επεμβάσεις».17 Επιπρόσθετα, υπήρξε ρητή απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως των πρωτοτύπων κειμένων με σκοπό την αντιπαραβολή τους απέναντι στην Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση:

“Ταύτα τοίνυν άπαντες γινώσκοντες χάριν μεν ομολογείτε θεώ τω τοις υμετέροις χρόνοις γαθον τοσούτον φυλάξαντι, χρήσθε δε τοις ημετέροις νόμοις, των τοις πάλαι βιβλίοις ενγεγραμμένων προσέχοντες ουδενί, ουδέ αντεξετάζοντες αυτά προς τα νυν κείμενα, διά το καν ει δοκοίη τινά πως αλλήλοις μη συμφθέγγεσθαι, αλλ'ουν το μεν πρότερον ημίν ως αλυσιτελές απαρέσαι, το δε νυν τούτο δόξαι κρατείν. Και γαρ απαγορεύομεν εκείνοις το λοιπόν χρήσθαι, ταύτα δε δη και μόνα πολιτεύεσθαι τε και κρατείν συγχωρούμεν τε και θεσπίζομεν.”18

Ούτως ή άλλως, βέβαια, επιβάλλονταν εκ των πραγμάτων να προχωρήσει η αυτοκρατορία σε μία συστηματική και έγκυρη κωδικοποίηση της προϋπαρχούσης Ρωμαϊκής Νομοθεσίας. Με αυτό τον τρόπο θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των δικαστών, στην προσπάθειά τους για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Πάντοτε όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ανωτάτου κριτού, που ήταν ο αυτοκράτορας. Άλλωστε οιαδήποτε νομική δυσερμηνεία που δημιουργούσε διαφορά οδηγούσε αναγκαστικά στην επίλυσή της από τον ίδιο, καθόσον μόνο εκείνος δικαιούτο να θεσπίζει και να ερμηνεύει τους νόμους. Η λειτουργία του κράτους έπρεπε να είναι συνεχής και αρμονική. Οι νόμοι, επομένως, που εντάσσονταν στην ανωτέρω λειτουργία, όφειλαν να είναι ξεκάθαροι, να μην υποπίπτουν σε αντιφάσεις μεταξύ τους, αλλά ούτε και να επαναλαμβάνονται. Αυτό, αποτέλεσε άλλωστε και τον βασικότερο στόχο του Ιουστινιανού με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.

Το νομοθετικό έργο των Ισαύρων

Κατά την διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, τώρα, και συγκεκριμένα κατά τα έτη της βασιλείας του ιδρυτού της Λέοντος Γ’ (717-741), επιχειρήθηκε μία νέα κωδικοποίηση που ονομάσθηκε Εκλογή των Νόμων. Η συγκεκριμένη συλλογή λειτουργούσε ως μία επιτομή του Corpus Iuris Civilis και στόχευε στην προσαρμογή του δικαίου στις ανάγκες της εποχής του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης κωδικοποίησης, ήταν, η προσπάθεια αναθεώρησης της κείμενης νομοθεσίας επί το «Φιλανθρωπότερον»19, έτσι ώστε να συμβαδίζει με τις χριστιανικές αρχές του κράτους:

“Εκλογή των νόμων εν συντόμω γενομένη παρά Λέοντος και Κωνσταντίνου, των σοφών και φιλευσεβών βασιλέων, από των ινστιτούτων, των διγέστων, του κώδικος, των νεαρών του μεγάλου Ιουστιανιανού διατάξεων και επιδιόρθωσις εις το φιλανθρωπότερον”.20

Αφορούσε κυρίως ποινικά αδικήματα και προέβλεπε την ποινή του ακρωτηριασμού για τα περισσότερα από αυτά, αντικαθιστώντας την θανατική, η οποία όμως παρέμεινε για ορισμένα εξ΄αυτών, τα ιδιαιτέρως ειδεχθή. Είναι βεβαίως συζητήσιμο, εάν, και κατά πόσο ήταν προτιμώτερος ο ακρωτηριασμός από τον θάνατο, δεδομένου ότι, το μέτρο αυτό συνιστούσε για πολλούς έναν εκβαρβαρισμό του Ρωμαϊκού Δικαίου. Συν τοις άλλοις, έδειχνε επιρροή πρακτικών της Ανατολής, ανάλογες με την εικονομαχική τακτική που ακολούθησαν Ίσαυροι. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δε συνάδει με τις αντιλήψεις περί του «Πρώτου Χριστιανικού Κώδικα»21 και του πλήθους των βιβλικών κειμένων που παρατίθενται μέσα. Ωστόσο, σε αρκετά σημεία της Εκλογής ανιχνεύονται τα στοιχεία εκείνα που δείχνουν τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, η οποία θέλησε να εναρμονιστεί με τις επικρατούσες τότε κοινωνικές συνθήκες. Για παράδειγμα ρυθμίζεται το δίκαιο του γάμου, ενώ βελτιώνεται η θέση των γυναίκας, η οποία προστατεύεται.

Το νομοθετικό έργο της Μακεδονικής δυναστείας

Ο αυτοκρατορικός απολυταρχισμός, φυσικά, συνεχίσθηκε και κορυφώθηκε στα χρόνια των Μακεδόνων. Κυρίως, αυτό φαίνεται από την έκδοση ορισμένων Νεαρών από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, όπου δίδεται πρόσθετη νομική κάλυψη στο δικαίωμα του Βυζαντινού Μονάρχη να συγκεντρώσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της κρατικής εξουσίας. Οι διακηρύξεις της εποχής θέτουν τον αυτοκράτορα υπεράνω των νόμων και μιλούν περί «Μόναρχου Κράτους»22 δίνοντας ακριβώς το στίγμα της εποχής. Γενικότερα, πάντως, ο αυτοκράτορας παρομοιάζεται με “Έμψυχο Νόμο”23, υπό την έννοια ότι έχει τη δυνατότητα να θεσπίσει, να καταργήσει ή και να τροποποιήσει τους νόμους, φυσικά εντός ενός πλαισίου φιλανθρωπίας και επιείκιας:

“Ου παραρρήξας τους νόμους, αλλά πραΰνας, ότι και αυτός νόμος έμψυχος ει και υπεράνω των γεγραμμένων.”24 (Από τους Λόγους του Θεμιστίου).

Συνεπώς, δεν προξενεί εντύπωση πως κατά την περίοδο της Μακεδονικής Δυναστείας, το δίκαιο συνδέθηκε με έντονες τάσεις επιστροφής στην Ιουστινιάνεια Νομοθεσία. Την προσπάθειά τους αυτή την ονόμασαν «Ανακάθαρση των Νόμων»25, έχοντας την έννοια της αποκατάστασης των Ιουστινιάνειων νομοθετημάτων, με την κατάργηση, ουσιαστικά, της Εκλογής:

“Και πρώτον μεν τα εν πλάτει των παλαιών νόμων κείμενα πάντα ανακαθάρασα, εν τεσσαράκοντα βίβλοις αθόλωτον και ανόθευτον το παν χύμα του νόμου ως πόμα θείον υμίν εκέρασεν` νυν δε τας επί εναντιώσει του ειρημένου θείου δόγματος και επί καταλύσει των σωστικών νόμων παρά των Ισαύρων φληναφίας εκτεθείσας πάντη αποβαλομένη και απορρίψασα, εκ των ειρημένων τεσσαράκοντα βιβλίων των προκεκριμένων ως θεοδιδάκτων νόμων εκλεξαμένη εν τεσσαράκοντα τίτλοις ισαρίθμως ταις βίβλοις, εν χερσί φέρειν σωτήριον και ψυχωφελή νόμον και σύντομον και σαφή και εισαγωγικόν εκείνων των εν ταις τεσσαράκοντα βίβλοις κειμένων υμίν εφιλοτιμήσατο.”26

Η διαφορά με τον Ιουστινιανό, όμως, είναι πως ο ίδιος, παραδέχονταν την υπεροχή των νόμων, έτσι ώστε, να αναγκάζεται να υπακούει και ο ίδιος σε αυτούς. Παράλληλα, ετίθετο η υποχρέωση του αυτοκράτορα να εκδίδει δίκαιους νόμους και να κυβερνά σύμφωνα με αυτούς: “Πάντων εστί πρώτον και μέγιστον η δικαιοσύνη.”27 (απόσπασμα του Πρόχειρου Νόμου) Το πρότυπο αυτό, του δίκαιου ηγεμόνα και κριτή που υποτάσσεται και ο ίδιος στους νόμους, ήταν, σύμφωνο με την έννοια της «Εννόμου Επιστασίας»:28

“διαφέρειν γαρ τύραννον εν τούτω και βασιλέα, ότι ο μεν νόμον έχει τρόπον, βασιλεύς δε το έμπαλιν τρόπον έχει τον νόμον, επιστασίαν μεν έννομον την αρχήν επιστάμενος, της δ' αρχής σοφόν κυβερνήτην τον νόμων ασπασίως παραλαμβάνων”29

Σε αυτό το σημείο φαίνεται καθαρά η επίδραση της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας:

“είμεθα απηλλαγμένοι των νόμων, εν τούτοις όμως συμμορφωνόμαστε με αυτούς” (Εισηγήσεις, ΙΙ.17.8), "είναι λόγος αντάξιος του αυτοκράτορα η δημόσια αναγνώρισή του ότι υπόκεινται κι αυτός στους νόμους" (Ιουστινιάνειος Κώδικας Ι.14.4)30

Ο σπουδαιότερος Νομοθετικός Κώδικας αυτής της περιόδου, ήταν Τα Βασιλικά, ένα έργο, που όπως αναφέραμε στην αρχή αποτελείτο από εξήντα βιβλία, τα οποία περιέχουν δίκαιο σαφώς εμπνευσμένο από το Corpus Iuris Civilis. Ωστόσο, η μεγάλη εξάρτηση ολόκληρου, σχεδόν, του μετα-Ιουστινιάνειου δικαίου από εκείνο, φανερώνεται και από κάποιο χωρίο των Βασιλικών, που προβλέπει πως σε κάθε περίπτωση που ο νόμος καθίστανται ελλιπής και παρουσιάζει κενά, τότε, αυτά έρχεται να τα καλύψει το «Παραδοσιακό»31 Ρωμαϊκό Δίκαιο. Τα Βασιλικά, τέλος, αποτέλεσαν την κύρια Νομοθεσία του Βυζαντίου, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του 15ου αιώνος, στους Οθωμανούς. Άξια αναφοράς είναι η κατοχύρωση της συλλογής κατά την διάρκεια του 12ου αιώνος, επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όπου ορίστηκε ρητώς, πως μόνον τα Βασιλικά αποτελούν το ισχύον δίκαιο της αυτοκρατορίας. Άλλωστε, βρισκόμαστε σε μία εποχή που η παραγωγή νομοθετικού έργου έχει μειωθεί σε σημαντικό βαθμό.

Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι, επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος, εξεδόθη η Εισαγωγή ή Επαναγωγή, ένας νομικός κώδικας, όπου γίνονταν ιδιαίτερη μνεία στο θέμα των «Δύο Εξουσιών» 32, του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Οι δύο αυτοί σημαντικότεροι θεσμοί του Βυζαντινού κράτους, αποτελούσαν ταυτόχρονα και τους δύο πόλους εξουσίας. Ο Αυτοκράτορας θεωρείτο, και ήταν, το σύμβολο της κεφαλής της κοσμικής και κατ΄ επέκταση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Πατριάρχης ετίθετο επικεφαλής της Εκκλησίας. Στην Επαναγωγή καθορίζονται με ακρίβεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους, καθώς και τα διαχωριστικά όρια των εξουσιών τους. Πρόκειται για μία καινοτομία, η οποία έρχονταν σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα, βάσει του οποίου δεν υπήρχαν δύο διαφορετικές εξουσίες, αλλά δύο μορφές εμφάνισης της μόνης πραγματικής εξουσίας. Ο αυτοκράτορας, εξάλλου, ήταν ταυτόχρονα και ο ανώτατος εκκλησιαστικός ηγέτης. Το δυστύχημα, βέβαια, για την εκκλησία ήταν ότι, η διάρκεια ισχύος της επαναγωγής υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Επιπρόσθετα, αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια της εκκλησίας να ανεξαρτητοποιηθεί από την αυτοκρατορική εξουσία.

Για την ιστορία η Επαναγωγή κατέστη ανενεργός από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, γιο του Βασιλείου του Α', ο οποίος υπήρξε ένας απολυταρχικός μονάρχης. Ο ίδιος, μάλιστα, ήρθε σε σύγκρουση με τον Πατριάρχη Νικόλαο το Μυστικό με αφορμή το ζήτημα του τέταρτου γάμου του για την απόκτηση διαδόχου. Παράλληλα ο Λέων προχώρησε στην έκδοση του Πρόχειρου Νόμου για να αντισταθμίσει τις αντιδράσεις της εκκλησίας. Στην πραγματικότητα ο Πρόχειρος Νόμος αποκαθιστούσε την μοναδικότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας αν και επισήμως παρουσιάστηκε ως η αναθεωρημένη εκδοχή της Εισαγωγής:

“Εν ονόματι του δεσπότου Ιησού Χρωστού του Θεού ημών αυτοκράτορες, καίσαρες Βασίλειος, Κωνσταντίνος και Λέων ευτυχείς, ευσεβείς, ένδοξοι, νικηταί, τροπαιχούχοι, αεισέβαστοι, πιστοί, αύγουστοι”.33

Η αντιμετώπιση των "Δυνατών"

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη σχέση της κεντρικής εξουσίας με τους «Δυνατούς»34. Είναι γεγονός ότι η Μακεδονική δυναστεία επιχείρησε να περιορίσει τη δύναμη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων για μια σειρά από λόγους. Αυτοί οι λόγοι ήταν:

- Στρατιωτικοί, διότι τα στρατιωτικά αγροκτήματα χάνονταν σε βάρος των ιδιωτικών με αποτέλεσμα το κράτος να αναγκάζεται να διατηρεί μισθοφορικό στρατό ο οποίος ήταν δαπανηρός και αμφιβόλου μαχητικότητος.

- Πολιτικοί, γιατί οι μεγαλογαιοκτήμονες με τη μεγάλη τους δύναμη άρχισαν να έχουν αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο.

- Οικονομικοί. Ηταν πιο εύκολο για την αυτοκρατορία να δασμολογεί μικροϊδιοκτήτες απ' ότι τους τιμαριούχους οι οποίοι απέφευγαν την καταβολή οικονομικών εισφορών.

Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες, με διάφορους νόμους και διατάγματα, πέτυχαν να προτιμώνται ως αγοραστές της κοινοτικής γης οι γείτονες και συγγενείς του πωλητή, να αποδίδονται αναδρομικά στους φτωχούς ιδιοκτήτες τα χωράφια που τους είχαν πάρει οι Δυνατοί, να απαγορεύεται η αγοραπωλησία των στρατιωτικών κτημάτων (Νεαρά: “Περί προτιμήσεως”35 του 922 από τον Ρωμανό Λεκαπηνό, τα μέτρα του Κωνσταντίνου του Ζ' το 945, Νεαρά του Βασιλείου του Β' το 996: “Περί των δυνατών των από πενήτων επικτωμένων”36), να περιοριστεί η αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας (απαγόρευση του Νικηφόρου Φωκά για την παραχώρηση γης σε μονές, ευαγείς οίκους και επισκοπές37) και τέλος να πληρώνουν οι Δυνατοί τον φόρο των φτωχών. Το τελευταίο νομοθετικό μέτρο είναι το γνωστό «Αλληλέγγυον»38 του Βασιλείου του Β', που θεσπίστηκε με Νεαρά του 1002.

Η νομοθεσία των μεταγενέστερων χρόνων

Στα χρόνια που επακολούθησαν, δεν παρατηρείται η συγγραφή ιδιαίτερα αξιόλογων νομοθετικών έργων. Η περίοδος εκείνη χαρακτηρίζεται από μία γενικότερη παρακμή του Βυζαντίου σε όλους τους τομείς, επομένως και στο δίκαιο. Κάτω από αυτές τις δυσοίωνες συνθήκες, δεν υπήρχε η σκέψη για τη σύνταξη νέων νόμων, παρά μόνο για αναμασήματα παλαιοτέρων. Τα περισσότερα έργα εξαντλούνται στην ερμηνεία και κωδικοποίηση των Βασιλικών, όπως ο Τιπούκειτος, που αποτελεί ουσιαστικά ένα ευρετήριο των Βασιλικών. Αλλά και η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών είναι στην ουσία μία περίληψή τους.

Αξίξει, όμως, να τονίσουμε πως γίνεται μία προσπάθεια για την συγγραφή εγχειριδίων που προορίζονταν για τους φοιτητές των Νομικών Επιστημών. Τέτοια ήταν η Σύνοψη των Νόμων, του Μιχαήλ Ψελλού και το Πόνημα Νομικόν του Μιχαήλ Ατταλειάτη. Το σπουδαιότερο, όμως, έργο της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου, ήταν, η Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου τον 14ο αιώνα:

“τα τε γαρ αναγκαιότερα παραλέλειπται τούτω, και όσα τούτων ενδεώς είρηται, ου μην άλλα και ούτω τρόπον έτερον του σκοπού τούτο και της συνθήκης, ευ μάλα θαυμάσαντες, δειν ωήθημεν ανταναπληρώσαι τούτω τα δέοντα, και προσθείναι τα υστερήματα, και τέλεον κατ' επιτομήν απεργάσασθαι”.39

Στα έξι40 βιβλία της, διαβάζουμε, στην ουσία, μία επιμελημένη ταξινόμηση του υπάρχοντος ποινικού και αστικού δικαίου. Και αυτό διότι, οι ανάγκες της εποχής απαιτούσαν τη συγγραφή ενός εύχρηστου και άριστα ταξινομημένου νομικού εγχειριδίου, δεδομένου ότι, το έργο των Βασιλικών είχε καταστεί πλέον μη λειτουργικό. Το πόσο σημαντικό έργο αποτέλεσε η εξάβιβλος, αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος της υιοθετήσεώς του από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος στη θέση του αστικού δικαίου έως τα μέσα του 20ου αιώνος:

Η επιρροή του χριστιανισμού στη βυζαντινή νομοθεσία

Οι αρχές του Βυζαντινού δικαίου, όμως, εμπνέονται και από τον Χριστιανισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, όλοι οι αυτοκράτορες ευφορούνται των χριστιανικών ιδεωδών, και αυτό φαίνεται μέσα από τα νομοθετήματά τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε βασικό συστατικό του Βυζαντίου. Ο ευφυέστατα σκεπτόμενος Μεγάλος Κωνσταντίνος, διέγνωσε σωστά πως η συνέχιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στηρίζονταν πάνω σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος ήταν το οικονομικά εύρωστο και πλούσιο ανατολικό τμήμα της και ο δεύτερος ο χριστιανισμός. Η νέα θρησκεία, είχε αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί Διοκλητιανού και εγγυούταν την συνοχή του ετερόκλητου πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Το κύρος της Εκκλησίας, έτσι, αυξήθηκε και επομένως μετά την εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου, πέρασε στο στάδιο της προνομιακής μεταχείρισής της και τέλος στην επιβολή της χριστιανικής θρησκείας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Όλες οι παραπάνω πρακτικές εμπεριέχονταν σε διάφορα αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποτέλεσαν μετέπειτα νόμους του κράτους. Ενδεικτικό, μάλιστα, του αυξημένου αυτοκρατορικού ενδιαφέροντος για τα εκκλησιαστικά ζητήματα, ήταν πως ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, αποτελούμενος από δώδεκα βιβλία41, αφιέρωνε το πρώτο στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Ο συγκεκριμένος αυτοκράτωρ, μάλιστα, επεδίωκε να ασκήσει την εξουσία του «Κατά Μίμησιν»42 Θεού. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, έπρεπε, να ακολουθήσει συγκεκριμένους κανόνες και υποδείγματα, ώστε από την μία να είναι αρεστός στον Θεό, αλλά και από την άλλη να εμπνέει εμπιστοσύνη στους υπηκόους του.

Όσον αφορά τώρα το καθεαυτό εκκλησιαστικό δίκαιο, έχουμε διάφορες συλλογές, όπως η «Συναγωγή»43, μία συλλογή προγενεστέρων ιερών κανόνων. Άλλη συλλογή ήταν ο «Νομοκάνων»44, ένα έργο όπου η τελική έκδοσή του έγινε από τον Θεόδωρο Βαλσαμώνα45 τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, μάλιστα, διάχυτη η άποψη, τόσο από τον Βαλσαμώνα, όσο και από τον Ματθαίο Βλάσταρη46 μεταγενέστερα, πως, οι εκκλησιαστικοί κανόνες μπορούν να εξισωθούν με τις «Θείες Γραφές»47 και ότι οι νόμοι αυτό που κάνουν στην πραγματικότητα είναι να τους συμπληρώνουν.

Επίσης, την Υστεροβυζαντινή εποχή, θα παρατηρήσουμε μία αύξηση των αρμοδιοτήτων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, κυρίως λόγω της Νεαράς 2748 του Αλεξίου του Α΄, όπου γίνεται η μεταβίβαση ορισμένων τέτοιων αρμοδιοτήτων, κυρίως οικογενειακών και κληρονομικών υποθέσεων. Ξέχωρα αυτού, όμως, η δικαστική δικαιοδοσία της εκκλησίας επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα, εκτός εκείνων τις οποίες όριζε η εν λόγω Νεαρά, όπως η τοκογλυφία, η σύνταξη συμβολαίων κι άλλα. Η πρακτική αυτή, ουδέποτε συνάντησε οποιαδήποτε αυτοκρατορική αντίδραση. Ο λόγος ήταν ότι, αποδέσμευε σε αρκετά μεγάλο βαθμό τα πολιτειακά δικαστήρια από έναν μεγάλο όγκο υποθέσεων. Γεγονός όμως ήταν, πως με την πάροδο των αιώνων και ιδιαίτερα στους τελευταίους δύο, προ της οριστικής πτώσης του Βυζαντίου, η ισχύς του αυτοκράτορα έφθινε συνεχώς.

IV. Συμπεράσματα

Καταλήγοντας, λοιπόν, βλέπουμε ότι, το Βυζαντινό οικοδόμημα στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη Νομοθεσία του. Οι κύριοι άξονες, πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, σε όλη την Βυζαντινή περίοδο ήταν ο αυτοκράτορας και η Εκκλησία. Όλο αυτό το διάστημα, η συνύπαρξη αλλά και η συνεργασία τους πέρασε από διακυμάνσεις. Άλλοτε υπήρξε αγαστή και άλλοτε κατέληγε σε έντονες αντιπαραθέσεις με σύνηθες αποτέλεσμα την αντικατάσταση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από τον αυτοκράτορα (όπως στις περιπτώσεις των Φωτίου και Νικολάου του Μυστικού). Ορισμένες, κατά καιρούς, προσπάθειες αυτονόμησης του κλήρου, ιδιαίτερα την εποχή του Πατριάρχου Φωτίου με την Επαναγωγή, απέβησαν, όπως είδαμε, άκαρπες. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες είχαν ενδυθεί τον Θείο μανδύα του «Ελέω Θεού Μονάρχη». Τοιουτοιοτρόπως κινήθηκε και η εκκλησία, οι εκπρόσωποι της οποίας, αν και δεν είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, εντούτοις επωφελήθηκαν τα μέγιστα, μέσω πολλών διατάξεων, καθώς και «Χρυσόβουλων Λόγων»49 όπου τους εδίδοντο πολλά προνόμια, ως ένδειξη σεβασμού από μέρους των αυτοκρατόρων για την θρησκεία. Πολλά νομοθετικά έργα, όμως, εμπνέοντο και από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μέριμνας για τους φτωχούς, όπως η βελτίωση της θέσης των γυναικών και η φιλανθρωπία. Σε τελική ανάλυση το βυζαντινό κράτος, καίτοι λειτουργούσε με απολυταρχισμό, εντούτοις ενδιαφέρονταν για τη δικαιοσύνη και την παροχή ισονομίας στους υπηκόους του. Ως κύριο αντίβαρο στην αυτοκρατορική απολυταρχία, αλλά ταυτόχρονα και ως μοχλός ανάσχεσης λειτούργησε κυρίως η Εκκλησία, όπως επίσης και η Ελληνική παιδεία ορισμένων αυτοκρατόρων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

<> Μ. Ανάστος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδόσεις Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, Τόμοι Ζ, Η, Θ.
<> Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Χ. Γάσπαρης κ.ά Βυζάντιο και Ελληνισμός, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα, 1999.
<> Σπύρος Ν. Τρωιάνος, Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999.
<> VASILIEV, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Μετάφραση Δημοσθένης Σαβράμης, Εκδόσεις Μπεργάδη, Αθήνα, 1990.
<> Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2001.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1 Μ. Ανάστος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Ζ’ (Αθήνα, 1978): 325.
2 Στο ίδιο: 324.
3 Στο ίδιο: 325.
4 Στο ίδιο: 326.
5 Στο ίδιο: 326.
6 Στο ίδιο: 327.
7 Μ. Ανάστος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Η’ (Αθήνα, 1978): 218.
8 Στο ίδιο: 218.
9 Στο ίδιο: 220.
10 Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί» στο Χ. Γάσπαρης κ.ά, Βυζάντιο και Ελληνισμός (Πάτρα 1999): 57.
11 Στο ίδιο: 57.
12 Στο ίδιο: 57.
13 Στο ίδιο: 57.
14 Μ. Ανάστος, ό.π: 224.
15 Β. Πέννα, ό.π: 59.
16 Μ. Ανάστος, ό.π: 326.
17 Στο ίδιο: 326.
18 Σπύρος Ν. Τρωιάνος, Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, (Αθήνα-Κομοτηνή, 1999): 84.
19Μ. Ανάστος, ό.π: 216.
20Σπύρος Ν. Τρωιάνος, ό.π: 112.
21Μ. Ανάστος, ό.π: 217.
22Β. Πέννα, ό.π: 57.
23Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Θεσσαλονίκη, 2001): 296.
24Στο ίδιο: 296.
25Β. Πέννα, ό.π: 56.
26Σπύρος Ν. Τρωιάνος, ό.π: 175.
27Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ό.π: 298.
28Β. Πέννα, ό.π: 53.
29Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ό.π: 298.
30Β. Πέννα, ό.π: 53.
31Στο ίδιο: 56.
32Στο ίσιο: 56.
33Σπύρος Ν. Τρωιάνος, ό.π: 179.
34 Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Μετάφραση Δημοσθένης Σαβράμης, (Αθήναι, 1990): 429.
35Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ό.π: 155.
36Στο ίδιο: 166.
37Στο ίδιο: 161.
38Vasiliev, ό.π: 432.
39Σπύρος Ν. Τρωιάνος, ό.π: 287.
40 Β. Πέννα, όπ: 59.
41 Μ. Ανάστος, ό.π: 325.
42 Β. Πέννα, ό.π: 53.
43 Μ. Ανάστος, ό.π: 226.
44 Στο ίδιο: 346.
45 Στο ίδιο: 346.
46 Στο ίδιο: 346.
47 Στο ίδιο: 346.
48 Στο ίδιο: 345.
49 Β. Πέννα, ό.π: 58.
Δεν έχουμε αιώνιους συμμάχους ούτε διηνεκείς εχθρούς. Τα συμφέροντά μας είναι αιώνια και διηνεκή. Αυτά έχουμε καθήκον να τα προασπίσουμε. (ΛΟΡΔΟΣ ΠΑΛΜΕΡΣΤΟΝ)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βυζαντινή Ιστορία”