Αμαδρυάδες Νύμφες

Συντονιστής: kostas

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Aiolos
Aνενεργός χρήστης
Δημοσιεύσεις: 1370
Εγγραφή: Τετ 18 Απρ 2007, 02:22
Φύλο: Άνδρας
Τοποθεσία: Μακεδονία - Ελλάς
Έλαβε Likes: 2 φορές
Επικοινωνία:

Αμαδρυάδες Νύμφες

Δημοσίευση από Aiolos » Δευ 01 Δεκ 2008, 16:01

Αμαδρυάδες νύμφες

Εικόνα

Στενά συνδεδεμένος ο άνθρωπος με την φύσι, σε παλαιότερες εποχές σεβόταν και εκτιμούσε τα ζώα και τα φυτά που τον βοηθούσαν στην επιβίωσί του.
Κατανοούσε την αμοιβαία εξάρτησι όλων των βασιλείων της ζωής και το κάθε τι έπαιρνε θέσι στην συνείδησί του, ανάλογα με την χρησιμότητά του. Έδιδε σ' αυτά υπόστασι, τα θεωρούσε ζώντες οργανισμούς, εκφράσεις ενός ενιαίου συνόλου, και πολλές φορές τούς επέδιδε θεϊκές ιδιότητες.
Θεοί παίρνουν μορφή δένδρων για να πλησιάσουν τον έρωτά τους, άνθρωποι τιμωρήθηκαν να ζήσουν σαν φυτά για το παράπτωμά τους ή δένδρα, όπως η Ιερή Βαλανιδιά της Δωδώνης, είναι το ενδιάμεσο μέσον μεταξύ θνητών και αθανάτων.
Τα δένδρα, πολύ κοντά στον άνθρωπο, έτοιμα να τον ξεκουράσουν ή να τον προστατεύσουν από τον ήλιο ή την βροχή, με την καθημερινή επαφή μαζί τους, έγιναν αφορμή να γεννηθούν θρύλοι και παραδόσεις γύρω απ' αυτά, που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν.
Στα δάση και στα νερά επίστευαν ότι κατοικούσαν οι Νύμφες, κόρες του Διός και ακόλουθες της Αρτέμιδος.
Μία κατηγορία Νυμφών, τις οποίες ωνόμαζαν Αμαδρυάδες, κόρες του Ουρανού, αρχαιότερες από τις κόρες του Διός, θεωρούσαν ότι ήσαν ταυτισμένες με την ζωή των δένδρων. Μόλις κάνη την εμφάνισί του ένα δενδράκι, μια Αμαδρυάδα, έλεγαν, το αναλαμβάνει, το προστατεύει και μοιράζεται την μοίρα του. Όταν το νερό του Ουρανού ποτίζει τα δένδρα, οι Αμαδρυάδες είναι χαρούμενες, αντίθετα, όταν τα δένδρα χάνουν τα φύλλα τους, οι Νύμφες πενθούν.
Ο Καλλίμαχος στον Ύμνο της Δήλου αναφέρει ότι η Νύμφη μιας βελανιδιάς έχει αγωνία για το δένδρο της, που το εκτύπησε ο κεραυνός.

Οι άνθρωποι ισχυρίζονταν ότι οι Αμαδρυάδες πέθαιναν ταυτόχρονα με τα δένδρα και τις θεωρούσαν όντα που μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα στους θεούς.
Σε ωρισμένες μυθικές παραδόσεις διατηρήθηκε η ανάμνησις Αμαδρυάδων που είχαν παρακαλέσει κάποιον ήρωα για να σώση το δένδρο τους ή μνημονεύεται η τιμωρία που έπληξε τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν κόψει ένα δένδρο, περιφρονώντας τις παρακλήσεις της Νύμφης.
Τέτοιοι μύθοι είναι του Ροίκου, του Οξύλου και της Δρυόπης.
Ο Ροίκος είναι ο ήρωας μιας ερωτικής περιπέτειας με τις Αμαδρυάδες.
Υπήρχε μια δρυς, τόσο γέρικη, λέγει ο μύθος, που ήταν έτοιμη να πέσει.
Ο Κένταυρος Ροίκος έβαλε τους δούλους του να την στηρίξουν με πασσάλους και να την φροντίσουν. Μ' αυτή την ενέργεια ο Ροίκος έσωσε την ζωή των Αμαδρυάδων, που η ύπαρξίς τους ήταν συνδεδεμένη με την ύπαρξι της βελανιδιάς.
Για να τον ευχαριστήσουν οι Νύμφες, του πρόσφεραν την αμοιβή που θα ζητούσε. Εκείνος εζήτησε την αγάπη τους και εκείνες δέχθηκαν. Του επέστησαν όμως την προσοχή ότι δεν θα δέχονταν καμμία απιστία από την πλευρά του.
Σύνδεσμος ανάμεσά τους ωρίσθηκε μία μέλισσα που θα έκανε χρέη αγγελιαφόρου. Μια ημέρα λοιπόν η μέλισσα πήγε να συναντήση τον Ροίκο για να του μεταφέρη το μήνυμα των Νυμφών. Ο Ροίκος όμως, την στιγμή που τον ευρήκε η μέλισσα, έπαιζε πεσσούς. Απασχολημένος με το παιγνίδι την δέχθηκε πολύ άσχημα. Η μέλισσα τον ετσίμπησε στα μάτια και ο Ροίκος τυφλώθηκε.
Αντίθετα η Νύμφη Χρυσοπέλεια, που ζούσε στην Αρκαδία, νυμφεύθηκε τον σωτήρα της και έκαναν ένδοξους απογόνους.
Μια ημέρα, λέγει ο μύθος, που ο Αρκάδας κυνηγούσε σε μια περιοχή της Αρκαδίας, είδε μία βαλανιδιά έτοιμη να την παρασύρη ο χείμαρρος. Η Νύμφη Χρυσοπέλεια που κατοικούσε στο δένδρο τον ικέτευε να την σώση.
Πράγματι, ο γενναίος Αρκάδας έκαμε ένα φράγμα, για να αποτρέψη το ρέμα μαζί του και του εχάρισε δύο γιους, τον Έλατο και τον Αφείδαντα, τους προγόνους του Αρκαδικού γένους.
Ένας άλλος ευτυχισμένος γάμος ήταν του Οξύλου. Ο γιος του Ορείου, νυμφεύθηκε την Αμαδρυάδα αδελφή του και απέκτησε μαζί της Νύμφες που είχαν ονόματα: Η Καρία, η Βάλανος, η Κρανία, η Μορέα, η Αιγείρα και η Πτέλα, καθώς και την Άμπελο και την Συκή. Τα ονόματά τους μας θυμίζουν δένδρα που είναι γνωστά και σε μας σήμερα.
Μια ιστορία με Αμαδρυάδες συνδέεται με τον Θεό Απόλλωνα και τον έρωτά του με την θνητή Δρυόπη.
Η Δρυόπη ήταν η μοναχοκόρη του βασιλέως Δρύοπος και εφύλασσε στο όρος Οίτη τα κοπάδια του πατέρα της. Συνήθιζε να πηγαίνη κάθε μεσημέρι σε μια πηγή που κατοικούσαν Νύμφες, έτσι έγινε φίλη με τις Αμαδρυάδες. Οι νύμφες τις έμαθαν ύμνους και χορούς που αγαπούσαν οι Θεοί.
Κάποια ημέρα που η Δρυόπη εχόρευε έναν θεϊκό χορό, την είδε ο Απόλλων και την ερωτεύθηκε. Για να την πλησιάση, μεταμορφώθηκε σε χελώνα. Οι φίλες της μόλις είδαν την χελώνα άρχισαν να παίζουν μαζί της. Κάποια στιγμή η Δρυόπη πήρε τον μεταμορφωμένο στα γόνατά της. Αμέσως ο Απόλλων πήρε την μορφή φιδιού και ενώθηκε μαζί της.
Τρομαγμένη η Δρυόπη επέστρεψε στο σπίτι της αλλά δεν είπε κουβέντα για αυτό που της συνέβη. Σε λίγο καιρό ο γιος του Οξύλου, ο Ανδραίμων, την εζήτησε σε γάμο και η κοπέλα δέχθηκε. Έτσι η Δρυόπη έφερε στον κόσμο ένα γιο, τον Άμφισσο, που όταν ενηλικιώθηκε, ίδρυσε στους πρόποδες της Οίτης μια πόλι που της έδωσε το όνομα του βουνού.
Σε μεγάλη ηλικία, όταν η Δρυόπη είχε πάει να προσφέρη θυσία στις Αμαδρυάδες, τις παλιές συντρόφισσές της, κοντά στο ιερό του Απόλλωνος, που είχε ιδρύσει ο γιος της, οι Αμαδρυάδες από φιλία γι' αυτήν την έκαμαν Αμαδρυάδα. Σε εκείνο το μέρος εφύτρωσε μια ψηλή λεύκα και ξεπήδησε μια πηγή στο έδαφος.
Μια παραλλαγή του μύθου αναφέρει ο Οβίδιος, την εποχή που ο γιος της Δρυόπης ήταν ακόμη μωρό, η νέα μητέρα πήγε στο βουνό, κοντά σε μια λίμνη με διάφανο νερό, για να προσφέρη θυσία στις Νύμφες. Δίπλα στην πηγή ήταν ένα δένδρο με γυαλιστερά φύλλα και έκοψε μερικά για να διασκεδάση το παιδί της.
Αγνοούσε ότι το δέντρο αυτό ήταν το μεταμορφωμένο σώμα της Νύμφης Λωτίδας. Έτρεξε αίμα από τα κλασιά και η Νύμφη, μέσα στον θυμό της, μετεμόρφωσε την Δρυόπη σε ένα παρόμοιο δένδρο.
Όσες κοπελλες, απερίσκεπτα, διηγήθηκαν την σκηνή της μεταμορφώσεως, μεταμορφώθηκαν και οι ίδιες σε πεύκα.
Πολλά δένδρα είναι συνδεδεμένα με παρόμοιες μυθοπλασίες και η κάθε περίπτωσις είναι μία ιστορία που ξετυλίσσεται για να μας μεταφέρη συμβολικά τις ιδιότητες του δένδρου ή του άνθους και να μας σηματοδοτήση την χρησιμότητά του.

Περιοδικό "Ελληνική Αγωγή", Μαιμακτηρίωνος - Ποσειδέωνος (Νοέμβριος) 2008.
[img]http://t1.gstatic.com/images?q=tbn:-CPF ... omeis8.jpg[/img]
"Ακολουθούν την πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυροτέρων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς" - Θουκυδίδης
Άβαταρ μέλους
SeirioAstro
Σχεδιαστής
Σχεδιαστής
Δημοσιεύσεις: 1847
Εγγραφή: Τετ 18 Ιουν 2008, 17:03
Φύλο: Γυναίκα
Τοποθεσία: 12η Αποικία

Re: Αμαδρυάδες Νύμφες

Δημοσίευση από SeirioAstro » Τρί 09 Ιουν 2009, 21:15

Νύμφες

Εικόνα

Κατά την Ελληνική Μυθολογία οι αναφερόμενες Νύμφες ήταν γυναικείες ιδεατές μορφές θεϊκής καταγωγής, νεαρές στην ηλικία, που ζούσαν μέσα στην άγρια φύση, τριγύριζαν στα βουνά, συνοδεύοντας την Άρτεμη και παίζοντας μαζί της. Ήταν όλες τους πανέμορφες, η Άρτεμη όμως ξεχώριζε με τη θωριά της ανάμεσά τους. Τραγουδούσαν και χόρευαν μαζί με τον Πάνα στα λιβάδια και στις πλαγιές, συνήθως κοντά στις πηγές των οποίων και αποτελούσαν στη πραγματικότητα την αλληγορική εκπροσώπησή τους. Υμνούσαν με τις γλυκιές φωνές τους, τους Ολύμπιους θεούς και ιδιαίτερα τον πατέρα του Πάνα, τον Ερμή. Μαζί τους χόρευε και η Αφροδίτη, μαζί με τις Χάριτες, όπως λέει ο Όμηρος, στο βουνό Ίδα, στην Τροία. Άλλοτε το χορό τους τον οδηγεί ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας. Οι Νύμφες κατατάσσονταν γενικά μεταξύ θεών και θνητών, ως ημίθεες. Δεν ήταν αθάνατες, ζούσαν όμως πάρα πολύ και τρέφονταν με αμβροσία.

Συγγένευαν με μεγάλους θεούς, ενώ ο Ερμής θεωρούνταν γιος Νύμφης, της Μαίας. Γενικά, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν κόρες του Δία. Άλλοι, πάλι, τις θεωρούσαν κόρες ποταμών: είτε του μεγαλύτερου ποταμού που υπήρχε, του Ωκεανού, είτε του Αχελώου, είτε κόρες των τοπικών ποταμών ενός τόπου. Έτσι, κάθε περιοχή είχε τα ποτάμια της και καθένα απ' αυτά είχε γεννήσει τις Νύμφες (πηγές) της περιοχής αυτής, λ.χ. ο ποταμός Πηνειός ήταν ο πατέρας των Νυμφών (των πηγών) της Θεσσαλίας και ο ποταμός Ξάνθος ήταν ο γεννήτορας των Νυμφών αντίστοιχα της Τροίας. Πολύ συχνά εκείνες έδιναν τα ονόματά τους στις κοντινές πόλεις, όπως έγινε με τη Νύμφη Σπάρτη, που ήταν κόρη του ποταμού Ευρώτα. Υπήρχαν όμως και κάποιες Νύμφες, οι οποίες λέγονταν Μελίες και είχαν γεννηθεί από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, που έπεσαν στη Γη, όταν ο Κρόνος, ο γιος του, του έκοψε τα γεννητικά του όργανα.

Ήταν κατεξοχήν πνεύματα του γλυκού νερού και βρίσκονταν στα ποτάμια, στις πηγές και μέσα στα βουνά από τα οποία πήγαζαν ποτάμια. Συνόδευαν πάντα το νερό, τονίζοντας έτσι τη μεγάλη του σημασία για την ύπαρξη ζωής. Χωρίς αυτό ούτε βλάστηση, ούτε γονιμότητα υπάρχει. Μέσω λοιπόν της ζωογόνας δύναμης του νερού οι Νύμφες εξαπλώθηκαν στα βουνά και στα δάση και συνδέθηκαν με τη βλάστηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούνται κόρες του Ωκεανού ή άλλων ποταμών.

Έτσι οι Νύμφες κατέληξαν να είναι τριών ειδών: 1) Ναϊάδες, δηλαδή Νύμφες των ποταμών, των πηγών και των κρηνών και είναι οι πιο γνωστές, 2) Ορεστιάδες, που κατοικούσαν στα βουνά όπου υπάρχουν πηγές και 3) Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, δηλαδή Νύμφες των μοναχικών δέντρων και των λιβαδιών και ταυτίζονταν με τις Μελίες. Οι Ναϊάδες κατοικούσαν μέσα σε σπηλιές, που βρίσκονταν κοντά σε νερό ή μέσα σ' αυτό, κάτω από την επιφάνεια των ποταμών. Μέσα στις σπηλιές τους απολάμβαναν τις χαρές του έρωτα με τον Ερμή ή τους Σιληνούς. Ζούσαν όσο και οι πηγές, κοντά στις οποίες κατοικούσαν: όταν στέρευαν εκείνες, οι Ναϊάδες έσβηναν. Το ίδιο συνέβαινε με τις Αμαδρυάδες -που το όνομά τους σημαίνει "δέντρο και γυναίκα ταυτόχρονα"- τα πεύκα, τα έλατα και οι δρυς άρχιζαν να μεγαλώνουν με το που άρχιζε η ζωή μιας Νύμφης. Ήταν δέντρα δυνατά και ζούσαν για πολλά χρόνια, ενώ οι θνητοί απαγορευόταν να τα αγγίξουν με τσεκούρι.

Ο λόγος ήταν ότι θεωρούνταν δέντρα ιερά και τα ιερά άλση που σχημάτιζαν ήταν χώροι αφιερωμένοι στους θεούς. Όταν ερχόταν η ώρα της Νύμφης να πεθάνει, μαραινόταν πρώτα το δέντρο της μέσα στη γη. Κάποτε μια Νύμφη, εκεί που χόρευε με τις όμοιές της, χλόμιασε παρατηρώντας τη βελανιδιά της να κουνιέται πέρα δώθε. Άφησε το χορό γεμάτη ανησυχία· πολύ γρήγορα χάλασε η φλούδα, έπεσαν τα κλαδιά και ταυτόχρονα η ψυχή της Νύμφης πέταξε, αποχαιρετώντας το φως του Ήλιου. Οι Νύμφες, όταν βρέχει, χαίρονται, γιατί τρέφονται τα δέντρα, ή κλαίνε, όταν οι βελανιδιές χάνουν τα φύλλα τους.

Ερωτικές περιπέτειες των Νυμφών

Για τις Ναϊάδες, ιδιαίτερα, υπάρχουν πολλοί μύθοι, που αφορούν τις ερωτικές τους περιπέτειες. Έλεγαν ότι κάποτε ο Ύλας, σύντροφος του Ηρακλή, πλησίασε σε μια πηγή, για να γεμίσει την υδρία του. Εκεί συνήθιζαν να μαζεύονται οι Νύμφες και να τραγουδούν ύμνους στην Άρτεμη ολονυχτίς. Ο Ύλας είχε φτάσει ακριβώς την ώρα που οι Νύμφες άρχισαν να συγκεντρώνονται και μια απ' αυτές, η Εφυδάτια, που κατοικούσε μέσα στην πηγή, σήκωσε το κεφάλι της και τον αντίκρισε. Θαμπώθηκε από τη θεϊκή του ομορφιά και τον ερωτεύτηκε. Εκείνος, σκυμμένος είχε βουτήξει την υδρία του μέσα στο νερό, χωρίς να υποπτεύεται πως κάποιος τον παρακολουθεί με προσοχή. Η Νύμφη θέλησε ν' αρπάξει την ευκαιρία και να τον φιλήσει· τον αγκάλιασε από το λαιμό και τον τράβηξε μαζί της στο βυθό. Οι σύντροφοί του έψαξαν να τον βρουν, μα δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να εξηγήσουν την εξαφάνισή του. Πολύ γνωστές επίσης ήταν οι ιστορίες των ερώτων των Νυμφών με βοσκούς, που συνήθως έβοσκαν τα πρόβατά τους στις όχθες των ποταμών. Έπειτα οι Νύμφες έφερναν στον κόσμο γιους θνητούς, αλλά σοφούς και γενναίους.

Εξίσου ονομαστές ήταν οι ιστορίες για τους έρωτες του Απόλλωνα με Νύμφες και ιδιαίτερα η ιστορία της Δάφνης. Ο θεός την πολιορκούσε με μεγάλη επιμονή, χωρίς επιτυχία. Μόλις του δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία, άρχισε να την κυνηγάει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την αρπάξει, η Δάφνη παρακάλεσε απεγνωσμένα τη μάνα της, τη Γαία, να τη βοηθήσει. Τότε, πραγματικά, άνοιξε η γη και κατάπιε τη Δάφνη, ενώ στη θέση της φύτρωσε ένα φυτό που πήρε το όνομά της.

Διάσημος επίσης μύθος αφορά τον έρωτα της Σαλμακίδας για τον Ερμαφρόδιτο

Μια άλλη Νύμφη, η Ωκυρρόη, κόρη ενός ποταμού της Σάμου, επιχείρησε να φύγει με μια βάρκα από το νησί, για να γλιτώσει από τα χέρια του θεού. Μάταια όμως προσπαθούσε, γιατί ο Απόλλωνας μεταμόρφωσε το βαρκάρη που τη μετέφερε σε ψάρι και τη βάρκα της σε βράχο.

Σχέση των Νυμφών με τους Θεούς

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Νύμφες ήταν γνωστές τροφοί πολλών και σημαντικών θεών ή ηρώων· ήταν δηλαδή εκείνες που αναλάμβαναν την ανατροφή τους, όταν βρίσκονταν σε πολύ μικρή ηλικία. Τους θήλαζαν και αποτελούσαν τις αντικαταστάτριες των μανάδων τους. Πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο Δίας ανατράφηκε απ' αυτές στην Κρήτη. Ακολουθούν η Ήρα, η Περσεφόνη, ο Ερμής, ο Πάνας και ο Διόνυσος. Από τότε οι Νύμφες αποτελούν μέλη του Διονυσιακού θιάσου, μαζί με τους Σατύρους. Ακόμη, η θεά Αφροδίτη είχε εμπιστευθεί τον Αινεία, το γιο της, στις Νύμφες του τρωικού βουνού Ίδη. Στις Ναϊάδες απέδιδαν διάφορες ιδιότητες: έλεγαν πως μπορούσαν να κάνουν τα νερά μιας πηγής ιαματικά, γι' αυτό και συχνά πρόσφεραν οι θνητοί θυσίες προς τιμή τους. Οι πιο ονομαστές περιπτώσεις Ναϊάδων με παρόμοιες ικανότητες βρίσκονταν στην Πελοπόννησο και τη Σικελία· εκεί, στις θερμές πηγές της Ιμέρας, έλεγαν ότι πήγαινε ο Ηρακλής για ν' ανανεωθεί η δύναμή του.

Πίστευαν ακόμη πως οι Ναϊάδες είχαν ιατρικές θεραπευτικές ικανότητες, κυρίως λόγω της σχέσης τους με τον Απόλλωνα, καθώς και το χάρισμα να προφητεύουν τα μελλούμενα. Για την ακρίβεια, επικρατούσε η αντίληψη πως ήξεραν να ερμηνεύουν τη θέληση της ανώτερης θεότητας· η Ερατώ τις επιθυμίες του Πάνα ή η Δάφνη αυτές της Γαίας. Στο σπήλαιο Σφραγίδιο του βουνού Κιθαιρώνας υπήρχε μαντείο των Νυμφών, ενώ πολλοί θνητοί, προικισμένοι με μαντικές ικανότητες, έλεγαν πως τις ικανότητές τους τις είχαν λάβει από κείνες. Επίσης, θεωρούνταν μητέρες πολλών σοφών θνητών, μάντεων και γιατρών, όπως η Χαρικλώ του Τειρεσία, η Φιλύρα του Χείρωνα και η Κορωνίδα, μάνα του Ασκληπιού. Οι Νύμφες λατρεύονταν σε πολλά μέρη σ' όλη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν όμως ναοί αφιερωμένοι σ' αυτές. Οι θυσίες προς τιμή τους γίνονταν κοντά σε πηγές ή μέσα σε σπηλιές. Ο Οδυσσέας και οι κάτοικοι της Ιθάκης τις τιμούσαν με εκατόμβη, δηλαδή θυσία εκατό βοδιών. Συχνή ήταν και η ύπαρξη των βωμών τους μέσα σε ιερά άλλων θεών. Όμως οι Νύμφες δεν είχαν δράση πάντοτε ευεργετική για τους θνητούς κι υπήρχαν φορές που προκαλούσαν μεγάλο κακό. Αν, για παράδειγμα, τύχαινε να δει κανείς μια Νύμφη την ώρα που έκανε το λουτρό της μέσα στην πηγή, έχανε τα λογικά του. Ήταν, όμως, και γενικότερα ικανές να προκαλέσουν σύγχυση του νου στους θνητούς και να τους κάνουν τρελούς. Οι άνθρωποι που καταλαμβάνονταν από έκσταση κι ενθουσιασμό, έφευγαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στα βουνά, όπου κρύβονταν μέσα σε σπηλιές.

Οι Νύμφες έχουν επιζήσει στη λαϊκή μας παράδοση μέχρι σήμερα· είναι οι γνωστές μας νεράιδες, που ζουν στα βουνά, στις νεραϊδοσπηλιές και τις νεραϊδόβρυσες. Θεωρείται πάντοτε επικίνδυνο να τις συναντήσει κανείς, αφού υπάρχουν ακόμη οι μύθοι για τους "νεραϊδοπαρμένους", όπως ήταν ο Ύλας στην αρχαιότητα. Μόνο οι σαββατογεννημένοι και "αλαφροΐσκιωτοι" μπορούν να τις αντιλαμβάνονται και να τις βλέπουν να χορεύουν.Τελειώνοντας, αξίζει να τονίσουμε για μια φορά ακόμη το ότι οι Νύμφες λατρεύονταν ως στοιχεία των πηγών και των ποταμών, δηλαδή γενικότερα του νερού. Η σημασία του νερού ως δύναμη ζωής και γονιμότητας είναι μεγάλη και ζωτική σε μια μεσογειακή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα. Το νερό είναι πηγή ζωής και βοηθά την ανάπτυξη και αναζωογονεί κάθε ζωντανό οργανισμό. Γι' αυτό και η αντίληψη για τις Νύμφες διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο: έφτασαν να τις θεωρούν πνεύματα της βλάστησης, θέλοντας έτσι να συμβολίσουν γενικότερα την οργιαστική δύναμη της φύσης. Κι όπως το νερό τρέφει τα πάντα, έτσι και οι Νύμφες θεωρούνταν τροφοί των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων.
[img]http://i366.photobucket.com/albums/oo10 ... 2wr0-1.jpg[/img]

Ούτως λέγομεν άπαντες.
Άβαταρ μέλους
SeirioAstro
Σχεδιαστής
Σχεδιαστής
Δημοσιεύσεις: 1847
Εγγραφή: Τετ 18 Ιουν 2008, 17:03
Φύλο: Γυναίκα
Τοποθεσία: 12η Αποικία

Re: Αμαδρυάδες Νύμφες

Δημοσίευση από SeirioAstro » Τρί 09 Ιουν 2009, 21:18

Εικόνα

ΟΙ ΝΥΜΦΕΣ

Η περιοχή λεγότανε Στρατώνες και στρατώνες είχε· στις παρυφές της πόλης, ένας ανήφορος μακρύς επήγαινε τ' απάνου προς το λόφο των Νυμφών, καταπώς τόνε βάφτισε ένας δήμαρχος που 'βρισκε το παλιό τ' όνομα, το τούρκικο, απαράδεχτο· ένθεν και ένθεν ήτανε παραταγμένα τα στρατόπεδα, κόσμος πολύς: κάτω χαμηλά οι μαύροι, τα τεθωρακισμένα παναπεί, από δεξιά, κι οι πεζικάριοι αριστερά· λίγο πιο πάνω οι λυβίτες τους και οι «μοδίστρες» του Εφοδιασμού-Μεταφορών, απέναντι το Τεχνικό, πιο πάνω ένας λόχος του Μηχανικού και φάτσα του η Μοίρα του Πυροβολικού, η 145. Τελευταίο, σαν ο ανήφορος είχε φτάσει πια στο ύψωμα, το 366 Τάγμα, το Μηχανοκίνητο. Ύστερα, ο λόφος πράσινος κι όμορφος την άνοιξη, καημούς γεμάτος.

Το δρόμο τον ανεβοκατέβαιναν τα βράδια ταξιά που πηγαινόφερναν φαντάρους εξοδούχους, κάνα τζιπάκι αξιωματικού ή καμιά καναδέζα, το αιώνιο όπελ του «Πι και Φι» του ταβερνιάρη που 'φερνε κι έπαιρνε παραγγελίες στα φαντάρια, και ζευγαράκια που καταφεύγανε στο λόφο για ρομάντζα και για τ' αποδέλοιπα, το πιο πολύ με μηχανάκια. Σαν πέρναγε καμιά καλή, είτε μηχανή, είτε κοπελιά, οι σκοποί που γειτόνευαν με το δρόμο ξεσπούσανε σ' ενθουσιώδεις κι άγριες μαζί ιαχές, κάτι από θαυμασμό και κάτι από ζήλια. Ύστερα φαίνεται ήρθανε φαντάροι λιγότερο εκλεκτικοί ή πιο χαρμανιασμένοι και από τότε καθιερώθηκε να ζητωκραυγάζουνε το κάθε μηχανάκι, μέχρι και παπί, και το κάθε θηλυκό, μακάρι να 'τανε και θείτσα. Συνήθως οι φωνές ξεστράτιζαν σε άγρια, χοντρά πειράγματα, που 'χαν να κάνουν με τα τεκταινόμενα εκεί ψηλά, μα οι εποχούμενοι απλά πατούσαν πιο πολύ το γκάζι και χάνονταν μιαν ώρα αρχύτερα. Αυτά, το σούρουπο, γιατί σα νύχτωνε, οι μηχανές κατέβαιναν φουλαριστές και δεν προλάβαινες μήτε να δεις ποιοι τις καβαλάνε.

Κόσμος πεζός, από πολίτες, δεν κυκλοφόραγε στο δρόμο αυτόν, πέρα απ' την Πρωτομαγιά που πήγαιναν οι αστοί να πιάσουνε το Μάη, την Καθαρή Δευτέρα για τα Κούλουμα και αριά και πού κανένα κυριακάτικο απομεσήμερο τίποτα γριές για χόρτα. Τις πιο πολλές τις ώρες ήρεμος δρόμος ήτανε κι οι Νύμφες μένανε στην ησυχία τους μέχρι να την ταράξει. το απόβραδο, της μηχανής το αλαζονικό το μουγκρητό και του σκοπού τ' απελπισμένο «χάιντε».

Οι Νύμφες ήρθανε κομμάτι αργότερα, κατακαλόκαιρο, τέλια του Ιούνη· όχι εκείνες οι παλιές, οι μυθολογικές, που χάρισαν στο λόφο τ' όνομα του, πάν' αυτές· μιλάμε για τις άλλες. Αν και το πότε ακριβώς πρωτοφανήκαν, αυτό δεν έχει κρατηθεί μες τα φαντάρικα κατάστιχα, κι οι γνώμες, όπως είναι φυσικό, στα πηγαδάκια μέσα στους θαλάμους πριν το σιωπητήριο, διαφέρουνε πολύ η μια απ' την άλλη· το σίγουρο είναι, πάντως, πως με τον Ιούλη οι Νύμφες είχαν πια φανεί.

Ήσανε τρεις· πιασμένες χέρι-χέρι, παίρναν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτυπήσουν, την ανηφοριά, με χασκογέλια και τραγούδια της αγάπης, ή ψιλοκουβεντιάζοντας συναμετάξυ τους, μα έτσι που η κουβεντούλα τους ν' ακούγεται —ξεπίτηδες— απ' τις σκοπιές· και κάθε νύχτα, αριστερά ήταν η ξανθιά η Λενιώ, στη μέση η καστανή η μικρή η Λεμονιά κι από δεξιά ψηλομελάχρινη η Χάιδω· πως έτσι δα τις λέγανε, όρκο κανείς δεν παίρνει· κάποιος το κυκλοφόρησε, κάποιοι τόνε πίστεψαν, διαδόθηκε, έμεινε —αλλά το πιο πολύ, Νύμφες τις λέγαν οι φαντάροι σα μιλούσανε γι' αυτές. Το όνομα αυτό, τους το 'χε δόσει ο δεκανέας Λαζαρίδης, ο γραφέας του ΛΕΜ, που σαν πολίτης ήταν δικηγόρος. Βέβαια αυτός δεν φύλαγε σκοπιές· μα μέρα παρά μέρα έκανε βάρδια τηλεφωνητής υπηρεσίας και ήταν απ' τους πρώτους που πήρανε τις κοπελιές χαμπάρι, σαν έβγαινε έξω κατά τις εντεκάμιση πριν πέσει για ύπνο για να καπνίσει το τελευταίο τσιγαράκι κάτ' από τ' αστέρια· τις είδε μια, τις είδε δυο, είδε που πήγαιναν κατά το λόφο των Νυμφών, τις βάφτισε έτσι· και τ' όνομα, αν και αρχαιόπρεπο, έπιασε κι απλώθηκε σ' όλη τη γειτονιά, άσχετο που πολλοί φαντάροι το παράφραζαν αθέλητα σε «νύφες».

Φόραγαν φουστανάκια καλοκαιρινά, λευκά ή κίτρινα μες το σκοτάδι να φαντάζουν, χτυπούσανε τα τακουνάκια τους πάνω στην άσφαλτο, το γέλιο τους δρόσιζε τον αγέρα, δε θέλει και πολύ, ξετρελάθηκαν τα φαντάρια· μαθεύτηκε σε όλα τα στρατόπεδα το νέο και σύντομα, τσούρμο ολάκερο μαζεύονταν στα σύρματα σαν ήταν ώρα να κάνουν πέρασμα οι μικρές, συναγερμός γινόταν.

Και, σαν περνούσαν, ανάλαφρες, χαρμόσυνες, γοργοπατούσες, σα χάδι ή σα φύσημα απ' αγέρι μες την κάψα, χωρίς λεφτό να κοντοστέκουνται, μα πάντα με φωνές και γέλια, παιχνιδιάρες, ανάσταση γινότανε στα σύρματα· και όχι με σκουξίματα ή με φωνοκόπι, παρά με χαμογέλια, τραγουδάκια, ερωτιάρικα σφυρίγματα, με πειράγματα αντρίκια και σεμνά, ήσυχα κι όμορφα τις παρακολουθούσαν οι φαντάροι απορροφημένοι, σα να προσεύχονται να πεις.

Ύστερα, σαν είχαν πια χαθεί, κάπως ξεμεθούσαν οι από μέσα, κι οι πιο παλιοί σπάγανε το κεφάλι τους, ετούτο το πρωτόφαντο να ξεδιαλύνουν: τι στην ευχή γυρεύουν μες τη νύχτα, σε τέτιαν ερημιά οι τρεις κοπέλες. Γιατί, άμα το καλοσκεβόσουν, κοριτσάκια ήταν σχεδόν η μεγαλύτερη, αυτή που τηνε βγάλαν Χάιδω, μπορεί και να 'χε πατημένα τα είκοσι, αλλά η Λεμονιά, το χέρι βάζαν στη φωτιά, μέρα δεν ήταν πάνω απ' τα δεκαεφτά, το 'χε κι ο δόκιμος ο γιατρός αυτό βεβαιωμένο, σαν τον φώναξαν μια βραδιά που 'χε υπηρεσία να δει το αξιοπερίεργο. Να πεις πως πήγαιναν επάνω για να βρουν τ' αγόρια τους, μια και για κείνες τις δουλιές ανέβαιναν οι «γκόμενες» στο λόφο, δεν έστεκε· αν ήταν έτσι, θα ξεκίναγαν μαζί, ζευγάρια, κι αν πάλι θέλανε να το κρατήσουνε κρυφό και όντως είχανε αγόρια, σίγουρα δε θα κάναν τέτιον σαματά ιδιότροπο, να ξεσηκώνουν όλα τα στράτα της πόλης, φως φανάρι αυτό. Αλλά αν δεν ήταν για το πονηρό, τι στο θεό γύρευαν στα όρη και στα βουνά μες τ' άγρια μεσάνυχτα; Είπε ο καθένας τα δικά του, κανείς δεν ήβρε μιαν εξήγηση να στέκει, απόμεινε μυστήριο, το πρώτο.

Το δεύτερο μυστήριο, ακόμα μεγαλύτερο, ήταν το άλλο που κανείς φαντάρος δεν τις είχε δει ποτέ να κατεβαίνουνε αργότερα, απ' το λόφο. Μόνο πήγαιναν, πίσω δε γύριζαν. Και όμως τ' άλλο βράδι, την ώρα τη γνωστή, πάλι φουριόζες ανηφόριζαν, χωρίς ανθρώπου μάτι να τις έχει δει να κατεβαίνουν και το παράλλο βράδι τα ίδια, κι ούτω καθεξής. Πολλοί φαντάροι δεν το πίστεψαν αυτό· είπαν πως ο σκοπός, το τρίτο νούμερο, από τη νύστα του ζαβλακωμένος, δεν θα τις ξεδιάκρινε ως κρυφοκατεβαίναν μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Οι πιο επίμονοι μάλιστα ξενύχτησαν, και όχι μοναχά για μια νυχτιά και όχι ένας-δυο· παρέες ολάκερες, αρματωμένοι με ραδιάκια και καφέ ενάντια της νύστας, καρτέρεψαν να δουν τις Νύμφες να γυρίζουν, κόπος άδικος· κι όμως ο δρόμος κείνος, στο λόφο των Νυμφών μόνο επήγαινε: αριστερά και δεξιά του είχε πεδία βολής, λαγκάδια κι ερημιές· μέρος κατοικημένο πιο πέρα δεν υπήρχε, κι ευθεία μπροστά, στα είκοσι χιλιόμετρα, η Βουλγαρία. Πού χάνονταν, κανείς δε μπόρειε ν' απαντήσει. Βέβαια, ο διαβιβαστής ο Ρέλιας, το αντράκι, ο ψευτόμαγκας, είπε πως «σίγουρα» θα βρίσκουνε τους γκόμενους τους εκειπάνω τα κορίτσια και, άκου φίλε μου, θα κατεβαίνουνε αφού χαράξει μ' αυτοκίνητα. Τον πρόγκηξαν αμέσως και το βούλωσε, γιατί κανένας μας δεν ήθελε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, να διανοηθεί πως ήταν δυνατό οι Νύμφες να 'χουνε παρτίδες μ' άντρες —τις βλέπαμε, για πάρτη του ο καθένας, σαν μικραδελφές μας. Καμπόσοι ωστόσο βάλθηκαν να σημειώνουν τους αριθμούς απ' τ' αυτοκίνητα που ανεβοκατέβαιναν το δρόμο μας· μα γρήγορα κουράστηκαν, βαρέθηκαν, δε βγάλαν τίποτα, τα παράτησαν κι έτσι δε μάθαμε πώς γύριζαν οι Νύμφες από το βουνό.

Ύστερα, είχαμε και τ' άλλο το παράξενο: ποιες άραγε ήτανε οι Νύμφες; Πράμα αλλόκοτο: εκεί που στον καθένα κάτι θύμιζαν, μιανού της μίας η φωνή, άλλου της αλληνής το πρόσωπο ή της τρίτης η περπατησιά, κανείς δε βρέθηκε που να τις έχει συναντήσει έξω, κάτω στην πόλη —να πεις δα πως ήταν και καμιά μεγάλη, δυο δρόμοι ήταν, τρεις πλατείες και καμπόσα στέκια. Επιστρατεύτηκαν οι ντόπιοι, δεν τις είχαν ματαδεί, ούτε κι οι πιο πολυπερπατημένοι, μήτε κι ο Μελετζής με τ' όνομα που είχε παρεδώσε με όλα τα γυμνάσια και τα λύκεια του νομού. Ρωτήθηκαν διακριτικά γνωστές γνωστών, φίλες, αδερφάδες, ξαδέρφες απ' τα κοντινά κεφαλοχώρια, τζίφος —δε βγήκε τίποτα το θετικό. Κάτσαμε και σκεφτήκαμε ποιος είχε πρωτοπεί πως ξέρει τα ονόματα τους, πως λέγουνται Χάιδω, Λενιώ και Λεμονιά, στίψαμε το μυαλό μας, βρήκαμε πως αυτός που το διάδοσε ήτανε ο Μπίτσικας, ο τηλεφωνητής της Μοίρας· αλλά ο Μπίτσικας στ' ανάμεσα είχε φύγει με μετάθεση, κι εκτός αυτού ήτανε ψεύτης με πατέντα, το δίχως άλλο από την κοιλιά του το 'χε βγάλει· έκατσε κάποιος και του έγραψε στη νέα του μονάδα ζητώντας του πληροφορίες, απάντηση δεν πήρε, τρίτο μυστήριο λοιπόν.

Θα πεις, γιατί δεν κάναμε το πιο απλό, να τις ρωτήσουμε τις ίδιες δηλαδή. Μη δεν μας είχαν δόσει κάποιου είδους θάρρος μ' όλο αυτό το συχνοπέρασμα; Δε λέω, ίσως. Ίσως ακόμα και να θέλαν έτσι να δόσουν αφορμή να τους μιλήσουμε, κάποια συγκεκριμένα άτομα από μας εννοείται, όχι όλο το τσούρμο. Ίσως. Έλα όμως που δε θέλαμε με τίποτα να το ρισκάρουμε; Σκιαζόμασταν μην κάποια μας πρωτοβουλία τις τρομάξει και κόψουν τα περάσματα τους τα τόσο πολύτιμα· γιατί όλοι μας το θέλαμε να 'ρχουνται κάθε νύχτα, να περνάν, κι ας έμενε το πέρασμα τους γρίφος άλυτος. Αφήσαμε λοιπόν τις αγωνίες και τις έρευνες και το παραδεχτήκαμε πως έτσι είναι. Σα νύχτωνε, σαν έφτανε η ώρα, στηνόμασταν πίσω από τα σύρματα, συντεταγμένοι, με λαχτάρα, κι απέ, έχοντας πάρει πια την ευλογία, κινούσαμε για τη σκοπιά ή για το θάλαμο ξαλαφρωμένοι, άλλοι άνθρωποι, καλοί. Και τούτο, σκέβουμαι, είναι μυστήριο διπλό και τρίδιπλο, ανώτερο απ' όλα τ' άλλα αυτής της ιστορίας. Πώς δηλαδή, τόσον καιρό, κανείς δε σκέφτηκε να τις πειράξει άσκημα τις κοπελιές, να τις προσβάλει ή να τις πάρει στο κατόπι ή ό,τι άλλο, που ανάμεσα μας, όσο και να πεις, είχαμε και λουλούδια σπάνια, που, αν ήτανε αλλιώς τα πράματα, ήσανε ικανοί αν ποτέ πέρναγε γυναίκα νύχτα έξω απ' τους στρατώνες μοναχή της, να ξεμπουκάρουν με την ξιφολόγχη εφόπλου και να την οδηγήσουνε αιχμάλωτη πίσω από κάνα τολ δια τα περαιτέρω —γι' αυτό άλλωστε και πράγματι δε βλέπαμε θηλυκό ασυνόδευτο ποτέ, πέρα από τις Νύμφες φυσικά. Αλλά μ' αυτές, το είπαμε, ήταν αλλιώς. Αυτές λες και μας είχαν μαγεμένους, λες και σκορπούσαν κάποιο μαγικό βοτάνι που μας μεταμόρφωνε, κι ακόμα και τον πιο τσαμπουκαλή τον έκανε σεμνό σα σκολιαρόπαιδο. Γιατί, τις ώρες κείνες φερνόμασταν αλλιώτικα και συναμεταξύ μας: ούτε γαμοσταυρΐδια, ούτε σπρωξίματα, ούτε καυγάδες, τίποτα, παρ' όλο που να βρεις θέση καλή στα σύρματα ήταν υπόθεση μεγάλη την ώρα που θα πέρναγαν εκείνες.

Μ' αυτά και μ' αυτά, πέρασε το σκληρό το καλοκαίρι όμορφα, ούτε που μας φάνηκε. Είναι ωραίο, εκεί στην ξενητιά και μες τη μοναξιά που βρίσκεσαι, να έχεις κάτι τι, όσο μικρό κι ασήμαντο, να σε κρατάει· κι οι Νύμφες τελικά μας κράταγαν, μας καλοκράταγαν μάλιστα. Όλη τη μέρα τις καρτερούσαμε, όλη τη νύχτα τις νειρευόμασταν τι όνειρα βλέπαμε, κανείς δε μπόραγε να θυμηθεί ακριβώς μετά· ήτανε πάντως όνειρα όμορφα, αγαπησιάρικα. Και πέρναγε ο καιρός.

Έπειτα πήρα πια την άδεια μου, την κανονική, είκοσι μέρες. Ξέχασα που 'μουνα φαντάρος. Σαν γυρνούσα πίσω, αντί να έχω πάθει ταραχή όπως τις άλλες τις φορές, παρηγοριόμουν με των κοριτσιών τη θύμηση· έφτασα μέσα ώρα έντεκα παρά, το βράδι, γρήγορα ντύθηκα, ταχτοποιήθηκα, σάμπως να πήγαινα για ραντεβού, ώρα εντεκάμιση ήμουνα στα σύρματα.

Τότες το έμαθα το πένθιμο το νέο. Πως, λέει, μια νύχτα, πεντέξι μέρες πριν, εκείνος κει ο Ρέλιας, το τσογλάνι, που ήταν ο μοναδικός ανάμεσα μας που δεν είχε πάρει από καλό μάτι όλη την ιστορία, αυτός λοιπόν, εκεί που πέρναγαν οι Νύμφες από μπρος του, πηδάει τα σύρματα με αγριοφωνάρες λέει, και τις παίρνει στο κυνήγι —να τις τρομάξει ήθελε, να τις τσακώσει, ν' αστειευτεί, δεν ξέρουν κείνο που ξέρουν είναι πως πριν πεις κρεμμύδι, τον είχαν τον δικό σου αρπάξει οι άλλοι και τόνε κάνανε τουλουμιαστόν στο ξύλο, απ' όλες τις μονάδες τόνε δέρναν, με αντιπροσωπείες, εικοσιπέντε μέρες πήρε αναρρωτική. Ναι, αλλά η ζημιά είχε πια γίνει. Με το που βγήκε ο βέβηλος στο δρόμο τους, οι Νύμφες χάθηκαν σα να πέταξαν κι ούτε κανείς επρόφτασε να δει προς τα πού πήγαν λες κι ανελήφθησαν εις ουρανούς, γιατί ο Ρούσης απ' το 366, που φύλαγε σκοπός κείνη την ώρα πάνω, στην κορφή του δρόμου, παίρνει όρκο στου πατέρα του τα κόκκαλα πως από μπρος του δεν τις είδε να περνούνε.

Όπως και να'ναι, χάθηκαν γιατί την άλλη μέρα, να ανηφορίζουν δε φάνηκαν, όσο κι αν το ξενύχτησαν όλοι, μια και κάτι τέτιο το φοβόντουσαν· ούτε και την επόμενη, ούτε και την παραπάνω, ούτε ποτέ· οι Νύμφες είχαν φύγει...

Για ένα διάστημα μας είχε πιάσει πένθος και καημός, κι όλο για τούτο κουβεντιάζαμε και γι' άλλο τίποτα· έπειτα πάψαμε και να το συζητάμε, όχι επειδή μας κόπηκε το ενδιαφέρον, μα, κάπως σα να μην τ' αντέχαμε. Δε λέω, κουβέντες γίνονται ακόμα· τέτια πράγματα δεν ξεχνιούνται εύκολα, μαθές. Προχτές, να πούμε, ο σιτιστής του Λόχου Διοικήσεως, ο Τσούβαλης, έλεγε κάτι θεωρίες δικές του· πως, λέει, οι Νύμφες «συμβολίζανε» την έξω, την πραγματική ζωή, που περνάει και περνάει και φεύγει και μεις μένουμε αμανάτι θεατές της. Πως ξεσκέπαζαν, έλεγε, εκείνο το καλό, το άξιο κομμάτι που 'χει ο καθένας μέσα του κρυμμένο, όσο βαθιά και να 'ναι, και πως για τούτο όλοι, έξω από έναν, φερθήκαμε έτσι εντάξει, έλεγε. Είπε ακόμα ο Τσούβαλης και άλλα, αλλόκοτα σαν που τα λεν οι μορφωμένοι μπόλικα, για «απωθημένα», «όνειρα εφηβικά», «προσεξουαλικές μνήμες» κι άλλα τέτια —όρεξη να 'χεις να τ' ακούς. Και, τελειώνοντας, είπε ότι οι Νύμφες δε χάθηκαν δα κι ολότελα: σαν είσαι μόνος, κατάμονος μιλάμε, και νιώθεις μόνος, ολομόναχος κι από το σπίτι σου μακριά πολύ, όταν είσαι στο τσακ για να σαλτάρεις άσκημα, τότες, αν βρίσκεσαι σιμά στο δρόμο ώρα βράδι, οι Νύμφες θα περάσουν. Όχι πια για όλους· για λιγοστούς· για σένα που σου κόψανε την άδεια, γι' αυτόν που τον παράτησε η λεγόμενη και μαύρη τόνε δέρνει απελπισία, τον άλλο που του ήρθε δεύτερη μετάθεση για τόπο ακόμα πιο μακριά απ' το σπίτι του, για κείνον που υπηρετάει φυλακές ή για τον άλλονε που του 'χουν κάνει οι αξιωματικοί τη ζωή αβίωτη· αυτός μονάχα θα τις νιώσει και θα ξαλαφρώσει, έλεγε ο Τσούβαλης, οι άλλοι, οι πολλοί, όχι, κι ούτε θα τον πιστέψουν, αν πάει —που δεν θα πάει— να τους το διηγηθεί. Ναι, έτσι έλεγε ο σιτιστής.

Κι αυτό το τελευταίο που έλεγε, σωστά το έλεγε, γιατί και γω ο ίδιος το 'χω δοκιμάσει. Όσο για τ' άλλα, τι να πω, δεν ξέρω· ίσως και να 'χει δίκιο· ίσως πάλι, ίσως να ήταν τίποτα κορίτσια ντόπια που πήγαιναν για ν' ανταμώσουνε τ' αγόρια τους· ποιος ξέρει.


sarantakos
[img]http://i366.photobucket.com/albums/oo10 ... 2wr0-1.jpg[/img]

Ούτως λέγομεν άπαντες.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορία”