Σελίδα 1 από 2

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 18 Φεβ 2015, 08:26
από ARKADROSOYL
:rose: :rose:
«Ιστορίες για το Χειμώνα»
«Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου—ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ω, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική – και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ την αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά (γι’ αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) –
ω, μελαγχολία του απείρου
ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον
σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε
απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες
και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος
δε χάθηκε ακόμα
κι ότι ίσως έχουμε καιρό»

Αποσπάσματα από το «Μικρό Βιβλίο για Μεγάλα Όνειρα» του Τάσου Λειβαδίτη.
http://www.greekbooks.gr
http://www.kedros.gr

Re: ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 18 Φεβ 2015, 08:39
από ARKADROSOYL
"Έζησα μες στη ματαιότητα και πάνω στον Ωκεανό…
Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί…
Ώσπου νύχτωνε και τ’ άστρα φώτιζαν σιγά σιγά το ακατανόητο του κόσμου….
Κι άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν,
αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι αιώνια,
ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί οι ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλιά μου «χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω – κι ύστερα είχα τόσα πράγματα να σκεφτώ: τη νύχτα που ερχόταν, το διάβολο που σώπαινε, την πόρτα που δεν ωφελούσε, όσο για το μυστικό το είχα καλά ράψει στη φόδρα του παλτού μου, για μεγαλύτερη ασφάλεια όμως φώναξα έναν παλαιοπώλη και του πούλησα το παλτό, αλλά και πάλι ήμουν ανήσυχος, «κι αν αυτοί στο τέλος ανακάλυψαν την αλήθεια» σκεφτόμουν, πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο – από τότε κοιμάμαι ήσυχος.
Τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν…
Kι αγάπησα τις λέξεις που με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιαν άλλη παιδικότητα.
A, έχασα τις μέρες μου αναζητώντας τη ζωή μου.
«Γιατί ήρθαμε;» ρώτησε κάποιος, αλλά πέρασαν αιώνες και δεν του
απάντησαν ακόμα…
Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου—ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ω, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική – και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ την αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά (γι’ αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) –
ω, μελαγχολία του απείρου
ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον
σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε
απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες
και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος
δε χάθηκε ακόμα
κι ότι ίσως έχουμε καιρό.
…α, το ωραίο μυστήριο να “σαι μονάχος, το μυστήριο να “σαστε δυο ή
το μέγα μυστήριο να “μαστε όλοι.
Oι πιο ωραίες ιστορίες είναι αυτές που δε θα τις διηγηθεί ποτέ κανείς.
Ω ασυλλόγιστα πουλιά, που ξαναφέρνετε την άνοιξη.
Hσυχία. Kοιμάμαι. O θάνατος θα με ξυπνήσει!
Kαι πεθαίνουμε στερημένοι σ” έναν παράδεισο από λέξεις.
Eξάλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Ω εποχή μου, όλα ειπώθηκαν
και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονό του.
Mεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα.
Kαι κάποτε θα σας πω πόσο πολύ σας αγάπησα, μόνο που πρέπει να με βρείτε τον ίδιο
προσωπικά όπως ο δήμιος.
Kι όταν κάποτε χτύπησαν την πόρτα εγώ έλειπα, όπως πάντα τις πιο ωραίες στιγμές μου.
«Όχι δεν μένει κανείς εδώ», είπα.
Kι ήταν η μόνη αλήθεια που έλεγα.
Αλήθεια, θα μάθουμε ποτέ ποιοί είμαστε;
Όνειρα, φιλοδοξίες, επιθυμίες, φόβοι…
πρέπει να βρω μιαν απάντηση, σκεφτόμουν,
αλλιώς είναι σα να μην έζησα.
Kι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί…
Άλλα και ποιος δεν έκλεισε μια πόρτα χωρίς να προφτάσει ν’ ακούσει την απάντηση;
Ή ποιος μπορεί ν’ αποδείξει ότι είναι αθώος;
Κι αγάπησα με πάθος κάτι που δε γνώρισα ποτέ.
Τι ήταν;
Τέλος, μια νύχτα έρχεται και κάθεται πάνω στο στήθος σου η φριχτή υποψία —
και τότε τι κάνεις;
Η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες…"

Τάσος Λειβαδίτης-Mικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (1987)

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 20 Μαρ 2015, 08:11
από ARKADROSOYL
Σελήνη 20 ημερών - Τάσος Λειβαδίτης - (ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ)

Γεγονότα και πρόσωπα της πιό ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,
που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους
μεταγενέστερους.

Και συχνά σχεδίασα ταξίδια στο άγνωστο - θέλω να πω καλύτερα
να μη ρωτάει κανείς
γιατί ώσπου να γυρίσω εκείνο το βράδυ απ' το συμβολαιογραφείο
του θείου Ιάκωβου
είχαν όλοι πεθάνει -
από τότε περιπλανιέμαι στην τύχη ή αργοπορώ στα δωμάτια
φτηνών ξενοδοχείων
όπου στενάζει το ανεκπλήρωτο των εραστών,απομεινάρια μοναξιάς
κάτω απ' τα έπιπλα, σκιές από φτωχές αμαρτίες.
Και συνήθως τα πράγματα που κράτησες στά χέρια σου
χάνονταν μυστηριωδώς: σα να 'σουν κάπου αλλού την ώρα που τα
χρησιμοποιούσες.
Ίσως γι αυτό κι οι αποτυχίες σου δε σε πλήγωσαν ποτέ, αφού
βέβαια την ώρα που αποτύχαινες
εσύ δεν ήσουν εδώ. Που ήσουν λοιπόν;
Και γιατί γύρισες;
Στο δρόμο, κάτω απ' τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια
τώρα
ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιός άγνωστος! Κι οι φλόγες των
κεριών τα βράδια
που τις σαλεύει μιά πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη - ποιόν
συγχωρεί;

Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του
πατρικού κήπου
σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων - κι ένιωθα σα να μ' έχουν
μυστικά ετοιμάσει
να υποδεχτώ τη μητέρα
τη μέρα που θα με γεννούσε.

Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας
στον άλλον
ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.

Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως
όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα - βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της
ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιό πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν'
ανεβάσουμε έν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους
που άργησαν
ή ονειρεύομαι να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές
ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι
νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

Τώρα ανεβαίνω σε μιάν άμαξα απ' αυτές που διασχίζουν τον ύπνο
μου
και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του
άλλου αιώνα
να νοσταλγώ τον Θεό.

Αλλά τις νύχτες παίρνω χάπια και πλαγιάζω νωρίς, όχι για να
κοιμηθώ,
αλλά για να πάω σε παράξενες συναντήσεις με ανθρώπους που έχασα
ή με πρόσωπα αβέβαια, θαμπά, πριν από χρόνια σε κάποιες νύχτες
ξαφνικά συναντημένα - και δόξα τω Θεώ δεν κατάλαβα ποτέ
τον κόσμο
κι αυτό το ρίγος που διατρέχει το σπίτι είναι από πράξεις που
αποφύγαμε (και μετανιώσαμε)
μεγάλα γεγονότα που χάθηκαν μες στη συντομία των ημερών,
σκέψεις υπέροχες που αρκέστηκαν στα δάκρυα
και τις νύχτες η πικρή ανάμνηση εκείνων που σε πρόδωσαν
και ο ύπνος τους συγχωρούσε. Κι αγάπησα τις λέξεις που
με ταπείνωσαν γιατί με ανακαλούσαν σε μιάν άλλη παιδικότητα.

Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

Ώσπου σιγά σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα
τρίζει δυσοίωνα - συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που
φύγαν τα χρόνια
τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ' τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι
πάνω στον κομό
χτυπούσε σα μιά πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα
που τα 'χουμε ξεχάσει
ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ' τα σύννεφα
φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο
και τα όνειρα των τρελών
που είναι ίσως αθάνατοι - στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να
λύνεις ένα αίνιγμα
ή κλείνεις μιά πόρτα σα να συνοψίζεις μιά ζωή.

Όμως, εγώ το προαισθανόμουνα ότι αυτή η υπόθεση που άρχισε
τόσο αινιγματικά
θα τελείωνε εντελώς ανεξήγητα - τι θέλω να πω; μα γιατί οι
άνθρωποι να θέλουν πάντα κάτι να πούνε;
κι άλλοτε διάβαζα τα γράμματα που είχα γράψει ο ίδιος στον
ευατό μου
έτσι δε μου 'λειψε ποτέ μιά μικρή ανταπόκριση -
θυμάμαι κάποτε
που κουρασμένος κάθισα πάνω στη βαλίτσα μου σε κάποιον έρημο
σταθμό:
περίμενα να περάσει ένα παιδικό τραίνο ή να κατέβει από ένα
βασιλικό βαγόνι η αξέχαστη Ρεζεντά
γιατί υπήρξα κι εγώ παιδί κι ύστερα νέος κι έκλαψα σε μοναχικά
δωμάτια
ή στο πάρκο, νύχτες... 'Ω μακρινά πράγματα του κόσμου, δε θα
σας γνωρίσουμε ποτέ
όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας.

Λόγια που δεν τα καταλάβαμε παρά όταν ήταν πια αργά,
πράξεις ακατανόητες που εξηγήθηκαν μιά νύχτα σ' έναν εφιάλτη
κι ίσως η μεγάλη περιπέτεια μας περίμενε σε μιά πάροδο που δεν
της δώσαμε σημασία.

Όμως
η πραγματικότητα, φίλοι μου, έχει πεθάνει από καιρό, γι' αυτό
σαν πέφτει η νύχτα
θυμηθείτε με. Και συχνά διέσχισα μεγάλους δρόμους χωρίς να
φτάσω ακόμα πουθενά -
με το φόβο ότι κάποια στιγμή θα εννοήσω, ίσως γι αυτό ενδίδω
εύκολα κι αχ
δε θα μάθει ποτέ κανείς ποιός είναι ο προορισμός του, "μα, επιτέλους,
τι ζητάς;" με ρωτούσε η εξαδέλφη
"να με θυμούνται, εξαδέλφη".

Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μιά κάμαρα που δεν τους περίμενε
κανείς
και κοίταξα πίσω απ' τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά
μου χρόνια
ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν
πάντα
πόσο εφήμεροι είμαστε...Κι η ποίηση είναι σα ν' ανεβαίνεις μιά
φανταστική σκάλα
γιά να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Ά, πότε θα γυρίσουμε, είναι αργά, φέρτε έν' αμάξι από κείνα τα
παλιά
που στάθμευαν στις πλατείες των προαστίων ή απ' αυτά που φτιάχνουν
οι σκιές τ' απόβραδο
κι εγώ γιατί μεγάλωσα στη σκάλα; τι περίμενα; Φωνές μακρινές
ακουσμένες στ' όνειρο
ή μιά νύχτα ερήμωσης κι η ηδονή να κλαίς σιωπηλά για πράγματα
ξεχασμένα απ' όλους
ούτε θα ξαναβρούμε εκείνη την εποχή που ζήσαμε ότι καλύτερο
είχαμε: τον έρωτα για ένα χρωματιστό βότσαλο, τη μυστική
ταφή ενός πουλοιύ
ή ένα γράμμα που πήγαμε στο ταχυδρομείο χωρίς διεύθυνση, γιατί
ο παιδικός φίλος του καλοκαιριού είχε φύγει ξαφνικά χωρίς να
μας ειδοποιήσει, "μα δεν έχω διεύθυνση" είπε ο υπάλληλος
- από τότε ξέρεις πως ο κόσμος δεν μπορεί να σου δώσει
καμιά βοήθεια.
Εξάλλου ήρθε ο καιρός να παραδεχτούμε ότι δεν κάναμε κι εμείς
τίποτα σπουδαίο. Άλλα και ποιό είναι το σπουδαίο; Και σε τι
θα βοηθούσε;
Άνθρωποι που μας ξεγέλασε η τύχη ή μας πρόδωσε τ' όνειρο
κι ω μάταιες ελπίδες, πόσο σας αγαπήσαμε έναν καιρό.

Σελήνη 20 ημερών απόψε... Πως έφυγαν τα χρόνια!

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 20 Μαρ 2015, 13:52
από ArELa
Λειβαδιτης έγραψε:Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ' αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως
όλοι μας
έζησα κι εγώ αφηρημένα - βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της
ανθρωπότητας
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιό πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά
αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν'
ανεβάσουμε έν' άρρωστο πουλί στο δέντρο)
και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους
που άργησαν
ή ονειρεύομαι να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές
ευδαιμονίες
και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι
νεκροί
έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.
Λειβαδίτης έγραψε:Α, έχασα τις μέρες μου
αναζητώντας τη ζωή μου.

:worship: :clap: :rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 20 Μαρ 2015, 22:43
από PELTASTIS VARNAVAS
:rose: :giverose: :lovey0:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 27 Μαρ 2015, 12:25
από ARKADROSOYL
Αλλά τα βράδια

Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Βέβαια αγάπησε τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι, που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου…

Τάσος Λειβαδίτης / συλλογή: Νυχτερινός Επισκέπτης (1972)

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 03 Απρ 2015, 12:02
από PELTASTIS VARNAVAS
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
...
"Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε'

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Γιώργος Σεφέρης, Ο Τελευταίος Σταθμός

:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 13 Ιούλ 2015, 07:43
από ARKADROSOYL
:rose:
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ΄ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ΄ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τα’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Γιάννης Ρίτσος, Ο τόπος μας
13 Δεκεμβρίου 1967

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Σάβ 18 Ιούλ 2015, 15:06
από ARKADROSOYL
Ψυχή φευγάτη

Δε σε γνωρίζει ο ταύρος κι η συκιά .
Τ’άλογα, τα μυρμήγκια του σπιτιού σου .
Δε σε γνωρίζει η νύχτα και τ’αγόρι
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα .
Δε σε γνωρίζει η πέτρα η πλαγιασμένη .
Το μαύρο ατλάζι μέσα του που λειώνεις .
Δε σε γνωρίζει η μνήμη σου η σβησμένη
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα .
Χινόπωρο θα’ρθεί με σαλιγκάρια .
Σταφύλια ομίχλης, όρη αγκαλιασμένα .
Όμως κανείς δε θα σε ιδεί στα μάτια
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα .
Γιατί είσαι πια νεκρός, νεκρός για πάντα
Σαν όλους τους νεκρούς εδώ στη γη
Σαν όλους τους νεκρούς που λησμονιούνται
Με τα σκυλιά τα ψόφια στοιβασμένοι

Κανείς δε σε γνωρίζει πια. Μα εγώ σε τραγουδάω .
Γι’αυτούς που θα’ρθουν τραγουδώ τη χάρη κι ομορφιά σου .
Τη μεστωμένη γνώση σου, του νου τη φρονιμάδα .
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γέψη των χειλιών σου .
Τη θλίψη που είχε μέσα της η γελαστή χαρά σου .
Χρόνια θ’αργήσει να φανεί αν θα φανεί ποτέ του
Τέτοιος καθάριος ζωντανός, ζεστός Ανδαλουσιάνος
Την αρχοντιά του τραγουδω με λόγια που στενάζουν
Κι έν’αεράκι πού’κλαιγε στα λιόδενδρα θυμάμαι .

(Μετάφραση Νίκος Γκάτσος)
Federico Garcia Lorca


:rose:
O Federico Garcia Lorca ήταν ένας αληθινός επαναστάτης.
Το πάθος του για την ελευθερία ήταν ευρέως γνωστό, παρ’ ότι δεν υπήρξε ποτέ ενεργό μέλος της πολιτικής.
Τη νύχτα της 17ης Αυγούστου του 1836 συλλαμβάνεται στην Γρανάδα, όπου είχε καταφύγει στο σπίτι του φίλου του Λουίς Ροσάλες.
Στις 19 Αυγούστου δολοφονείται χωρίς να δικαστεί από εκτελεστικό απόσπασμα 12 ατόμων, αποτελούμενο από αστυνομικούς,
εθελοντές αλλά και κρατούμενους, τους οποίους υποχρέωσαν να διαπράξουν τη δολοφονία του Λόρκα υπό την απειλή της εκτέλεσης.
Παραστρατιωτικοί οπαδοί του Φράνκο έθαψαν τη σορό του, μαζί με άλλα τρία άτομα που εκτέλεσαν εκείνη την αυγή σε ομαδικό τάφο,
όμως δυστυχώς ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ.
Το έργο που άφησε πίσω παραμένει σύμβολο αντίστασης στο φασισμό και ωδή στην ελευθερία, συνεχίζει και μιλά στην καρδιά
και στην ψυχή κάθε ανθρώπου που επαναστατεί και αγωνίζεται, και η ποίησή του δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί, γιατί είναι μια ποίηση αληθινή.

:rose:
http://frapress.gr/2015/07/sinomilontas ... hia-lorka/

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 23 Ιούλ 2015, 11:47
από ARKADROSOYL
:rose:

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ


Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τρί 28 Ιούλ 2015, 08:21
από ARKADROSOYL
Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκηπας

Και μετά από λίγο συνέχισες:
<<Ξέρεις…όταν είσαι λυπημένος σ’αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα…>>
<<Κείνη τη μέρα με τις σαράντα τρεις φορές ήσουν τόσο λυπημένος λοιπόν; >>
O μικρός πρίγκιπας όμως δεν απάντησε.
------------------------------

-Θα κοιτάζεις τη νύχτα τα αστέρια.
Το δικό μου είναι πολύ μικρό, δεν μπορώ να σου δείξω που βρίσκεται.
Καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου θα είναι για σ’ένα ένα ανάμεσα σ’όλα τ’αστέρια.
‘Ετσι θα σ’αρέσει να κοιτάζεις όλα τ’αστέρια…
:rose: :rose:
Nous écrivons des choses éternelles...

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 03 Αύγ 2015, 07:13
από ARKADROSOYL
Ο ίσκιος της ψυχής μου

LA SOMBRA DE MI ALMA


Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
¨Εφτασα στη γραμμή όπου σταματά
η νοσταλγία
και το δάκρυ μεταμορφώνεται
σε αλάβαστρο του νου
Ο ίσκιος της ψυχής μου
Η ανέμη του πόνου
φτάνει στο τέλος της
μα μέσα μου απομένει, ουσία και λόγος,
ένα παλιό μεσημέρι από χείλη,
ένα παλιό μεσημέρι
από βλέμματα
Ένας θολός λαβύρινθος
από σκοτεινιασμένα αστέρια
πλέκεται με τις αυταπάτες μου
που έχουν σχεδόν μαραθεί
Ο ίσκιος της ψυχής μου!
Μια προαίσθηση
ρουφάει τη ματιά μου
Βλέπω τη λέξη έρωτας
να γίνεται ρημάδι
Αηδόνι!
Ω αηδόνι μου!
Τραγουδάς ακόμα;

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 10 Σεπ 2015, 08:00
από ARKADROSOYL
‘Ωρα να φύγω…

‘Ολα άρχισαν απ’ αυτή την καταραμένη λατρεία για τον εαυτό μου ή μάλλον – γιατί να κλείνω τα μάτια –
όλα άρχισαν διότι μέσα στο ρολόι υπάρχει ένα δευτερόλεπτο ακατανόητο που θέλει κι εκείνο να επαληθευτεί..


Βρίσκει λοιπόν τον πρώτο ηλίθιο και του επιτίθεται κι επιπλέον περνούν τα χρόνια με ταχύτητα διαβολική..
Πλην όμως αγαπούσα πάντα τους συνανθρώπους μου κι αυτό είναι μια από τις αρετές στις οποίες ανάλωσα τη ζωή μου…

Και φυσικά η λέξη ανάλωσα είναι πλημμελής διότι τον περισσότερο καιρό μου τον περνάω στους δρόμους – σ’ αυτό έγκειται η ιδιοφυία μου!


Και παρ’όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο μοιραίο – ακούστε διαστροφή..

‘Αλλωστε το βλέπετε όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα – μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί πόσο ατέλειωτη μπορεί να ‘ναι μια νύχτα..


Αλλά γιατί να λυπάμαι.. Οι ωραιότερες σκέψεις ήταν πάντα το μερίδιό μου από τη ζωή που μου στέρησαν..

‘Ωρα να φύγω. ‘Οπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.

‘Ετσι συνήθως έρχεται το Φθινόπωρο…


Γιαυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια – μιάς και δεν ήτανε ποτέ πραγματική…
:rose:

Από τη συλλογή «Βιολέτες για μια Εποχή» του Τάσου Λειβαδίτη

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 22 Οκτ 2015, 08:11
από ARKADROSOYL
Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο.
Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς.
Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου.
Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη,
ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη,
τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου,
σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου,
κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου,
δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης
μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο
καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο
καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει,
δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά,
τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων,
στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι;
Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της,
χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ.
Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια,
τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου,
τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ.
Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας,
τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι.
Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση.
Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος.
Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης.
Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο.
Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι.
Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο.
Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς».
Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του.
Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά.
Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια,
σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση.
Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τρί 03 Νοέμ 2015, 09:03
από ARKADROSOYL
:rose:

ΚΡΥΜΜΕΝΑ

Aπ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα —
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
Aλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Κατόπι — στην τελειοτέρα κοινωνία —
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ’ ελεύθερα θα κάμει
:rose:
Nous n’osons plus chanter les roses

Εγώ φοβούμενος τα τετριμμένα
πολλούς μου λόγους αποσιωπώ.
Εν τη καρδία μου είναι γραμμένα
πολλά ποιήματα• και τα θαμμένα
εκείνα άσματά μου αγαπώ.

Ω πρώτη, αγνή, μόνη ελευθερία
της ήβης προς την ηδονήν ροπή!
Ω μέθη των αισθήσεων γλυκεία!
Τας θείας σας μορφάς κοινοτοπία
φοβούμαι μη υβρίση ποταπή.
…………………………….

Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877-Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 04 Νοέμ 2015, 00:40
από Oneiro
«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

- Απ΄τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

- Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη. Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

- Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

- Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι. Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: ‘Πρόσφυγες!’ Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.


~ Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη "Τα παιδιά της Νιόβης"



μικρές ιστορίες για μεγάλα όνειρα
στις άκριες του Αιγαίου (ξανά)
σε μια χώρα που οι 'Εφιάλτες'
ντύνονται με το επίσημο ένδυμα
για να βιάσουν την ιστορία ενός
λαού που πριν μάθει να πολεμά
ήξερε ήδη να αγαπά και να στέκει

όμως εκεί στις άκριες του Αιγαίου
υπάρχουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι
ντυμένοι με τα ρούχα της ζωής
αυτή τη φορά, που σώζοντας ζωές
σώζουν την τιμή και την αξία
του ανθρώπου απανταχού
αθόρυβα και παλληκαρίσια

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τετ 04 Νοέμ 2015, 09:08
από ARKADROSOYL
«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν” αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ” τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ” τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα “ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα “ναι για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ” τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος,
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!
ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
:rose:

Και συνεχίζει..Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων! Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε/ νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας/
η ανάμνηση του χεριού τους./
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας/ νιώθουμε κάτω απ” την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο/ σα να κρατάμε μες στα χέρια μας / ολάκερο τον κόσμο» («Κάτω απ” την παλάμη μας»).

«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/ εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/ τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/ που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/ εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ” τα τριμμένα σας σακάκια/ τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/ κουβαλώντας κάτω απ” το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/ κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
:rose: :rose:

....................................................
Η μεγάλη ιστορία “ δημιουργεί” τα μεγάλα όνειρα …
Σε μια χώρα που την χαρακτηρίζει η ανθρωπιά και το φιλότιμο,
ο λαός της δεν θα πάψει ποτέ ν’αγωνίζεται ..να κάνει όνειρα!
Και όσο μερικοί “Εφιάλτες” (ή προδότες) προσπαθούν να «βιάσουν»
την ιστορία της , θα υπάρχουν μνήμες και μέσα από αυτές..άνθρωποι που (ξανά)
θα κάνουν τους εφιάλτες..όνειρα γεμάτα φως!
:giverose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Παρ 13 Νοέμ 2015, 09:22
από ARKADROSOYL
Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (απόσπασμα)
Ο Δημητρός κόντευε να πατήσει τα εβδομήντα και όμως ακόμα δούλευε.
Δούλευε στην εφημερίδα Κωνσταντινούπολις, που την έβγαζαν τότε ο Δημήτριος και ο Αθανάσιος Νικολαΐδης.
Χιώτης ήταν ο Δημητρός.
Στη σφαγή της Χίου, όταν οι Τούρκοι σφάξαν τους γονείς του, και κείνονα —μωρό παιδί— τον βγάλανε στο σκλαβοπάζαρο, ένας αδελφός του πατέρα του από τη Σύρα —ο σιορ Βασιλάκης ο λουκουμτζής— ήρθε στη Χίο και έδωσε ένα πουγκί γρόσια για να τον αγοράσει από τους Τούρκους.
Ο Βασιλάκης, που ήταν ανύπαντρος, μεγάλωσε το Δημητρό σαν παιδί του και όταν τον έκανε δεκαεφτά χρονών τον έστειλε στην Πόλη, στο σπίτι της θειας Ειρήνης, για να σπουδάσει το παιδί, μια και είχε τέτοια κλίση στα γράμματα.
Θαμπώθηκαν τα μάτια του Δημητρού σαν έφτασε στην Πόλη.
Στην ωραία Επτάλοφο. «Χαίρε, Κωνσταντινούπολις, των πόλεων η βασιλίς.»
Ξαπλωμένη πάνω σε δυο ηπείρους, ανοίγει η Πόλη τα στήθια της στο βοριά της Μαύρης Θάλασσας από τη μια μεριά και στη νοτιά του Μαρμαρά από την άλλη. Γιουρούσι λες και κάνουνε τα δυο αντίθετα ρεύματα για να την κατακτήσουνε.
Παλεύει η Δύση με την Ανατολή και τη διεκδικούνε και αφρίζουνε και κλωθογυρίζουνε μπροστά στην πούντα του Σαράι Μπουρνού, στα πόδια της Αγια-Σοφιάς μεσ' στην καρδιά της Πόλης.
Πώς να μη γίνει ο Δημητρός ποιητής, πώς να μη γίνει ρομαντικός!
Σπάραξε η καρδιά του σαν είδε τους μιναρέδες γύρω απ' την Αγια-Σοφιά.
Και όμως εκείνη στέκεται μεγαλόπρεπη και με ηγεμονική σεμνότητα σκορπά στο γύρο της γαλήνη.
Μπροστά στο μεγαλείο της μυρμήγκι μοιάζει ο άνθρωπος,
και όμως και το μυρμήγκι μέσα στην Αγια-Σοφιά φαίνεται και παίρνει σημασία.
Κάτω απ' το μεγάλο θόλο της σαν σταθείς,
δεν ξέρεις αν ο θόλος πρόβαλε για να σε προστατέψει ή αν υψώνεται για ν' ανοιχτεί και να πετάξεις απάνω.
Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια... Άλλον ένα Παρθενώνα χτίσαν οι Βυζαντινοί και τον αφιέρωσαν και αυτοί στου Θεού τη Σοφία.
Έτσι την είδε ο Δημητρός την Αγια-Σοφιά που στέκεται μέσα στην παλιά Πόλη που την τριγυρίζουνε τα τείχη τα βυζαντινά.
Εκεί δεν είχε πάνε κ' έλα και θόρυβο και θέατρα και ξένους, όπως στο Πέρα και στο Γαλατά.
Εκεί η ζωή κυλούσε γιαβάς-γιαβάς.
Στενά λιθόστρωτα σοκάκια, μικρά ξύλινα σπίτια με τεράστιες γεροδεμένες πόρτες που μοιάζουν πόρτες φυλακής.
Καφασωτά παράθυρα, ερημιά.
Τσαρσιά με ραχατλήδες ανατολίτες εμπόρους καθισμένους σταυροπόδι μπροστά στην πραμάτεια τους: φίλντισι, κεχλιμπάρι και συντέφι.
Μεταξωτά υφάσματα και λαχουρένια σάλια από τις Ινδίες, πολύτιμα αρώματα και ο αέρας μυρίζει πατσουλί.
Στους περιβόλους των τζαμιών λιάζουνται Τούρκοι καθισμένοι ανακούκουρδα.
Βρύσες μεγάλες με τρεχάμενα νερά και ένα γύρο περιστέρια.
Κανένας Ευρωπαίος δεν κάθονταν εκεί, — Τουρκιά.
Και κανένας Τούρκος δεν κάθονταν στο Σταυροδρόμι, — Ρωμιοσύνη.
:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 26 Νοέμ 2015, 07:48
από ARKADROSOYL
Η Μικρή Σου Πόλη

Αλήθεια, δεν μπόρεσες να ξεπεράσεις την εποχή
που φοβόσουν το λύκο και καρτερούσες τον άγγελο.
Μελέτησες τα ήθη και έθιμα της ιστορίας,
πέρασες κάτω απ'τα τόξα των σύγχρονων γεγονότων
ταξίδεψες. Ωστόσο, δεν μπόρεσες ν'αποβάλεις
τη μικρή παιδική πόλη από μέσα σου,
τη γινομένη από αγαθά πρόσωπα, τόπους
γυμνούς ή κατάφυτους, ουράνια πράγματα,
με τον σεβάσμιο γέροντα γιομάτον στοχασμό
και ύψος, τον Ταΰγετο, στην πρωτοκαθεδρία.
Κι αλήθεια, πόσο αναπαυμένα θα ένοιωθες αν μπορούσες,
γυρίζοντας τις πλάτες στις γιγάντιες πόλεις,
να επέστρεφες εκεί, στα πράγματα που σου έδωσαν
και ύφανες το ωραίο σου όνειρο, στο λόφο που κάθισες
ένα καιρό στο θρόνο του και βασίλεψες στην ειρήνη,
να επέστρεφες, να επέστρεφες κάτω από τα ιλαρά τους
βλέμματα να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ σου.

Νικηφόρος Βρεττάκος
:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 07 Δεκ 2015, 08:36
από ARKADROSOYL
:rose:

– Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;

– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.

– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;

– Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.

– Τι χρώμα έχει η χαρά;

– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.

– Και η μοναξιά;

– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.

– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.

– Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράκτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.

– Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;

– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού,απάντησε το δέντρο.

– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;

– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.

– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι… Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …

Ζω…

– Δε φοβάσαι που θα πεθάνεις;

– Σήμερα πάντως ζω! Σου σφίγγω τα χέρια, σε κοιτάζω στα μάτια. Μήν αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα απo τα δάκτυλά σου. Ζήσε. Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το σήμερα ενέχυρο σ” αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένο Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου, φίλε. Αγάπησέ το!

Συγχωρώ!

– Δίνε το χέρι σου στον άλλο χωρίς να κρίνεις. Κάνε του λίγο χώρο μέσα σου να ξαποστάσει. Να πιεί μια γουλιά νερό. Σ” αυτό τον κόσμο, παλικάρι, όλοι έχουμε μερίδιο σε όλα. Μερίδιο στη χαρά, στα λάθη στην απόγνωση. Κι εσύ, θα “ρθουν φορές που θα τα κάνεις θάλασσα στη ζωή σου. Ε! Δε θα σημάνει ποτέ γι” αυτό το τέλος του κόσμου! Εγώ είμαι γέρος, κι ακόμα κάποιες φορές τα κάνω θάλασσα. Δε βγαίνει με συνταγές η ζωή. Aντε στην υγειά σου!

Ελπίζω!

– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε. Είναι όμορφη η ζωή. Πιστεψέ με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νιώθω. Λες να μην τα ξέρω oλ” αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι από την αρχή. Τώρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Ένας γερο-ξεκούτης είμαι. Μα αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθιος όμως. Έτσι; ………………………………………………………………………………………….

– Aυριο θα “ναι μια καινούρια μέρα, αγόρι μου. Πλύσου, χτενίσου, ψιθύρισε ένα τραγουδάκι και ξεκίνα. Δεν ξέρω τιποτ” άλλο να σου πω, Έζησα τόσα χρόνια σ’αυτή τη γη. Δεν αρνήθηκα ποτέ τα λάθη μου. Δε γουστάρω τους ανθρώπους που είναι ατσαλάκωτοι. Αξίζει να ζεις μέσα στη γυάλα, από φόβο μην πληγωθείς; Ζήσε τη ζωή σου ελεύθερα. Κι όταν τσακίζεσαι, να “χεις το θάρρος να λες: Με γεια μου με χαρά μου. Φτου κι από την αρχή τώρα. Όχι κακομοιριές και κλαψούρες. Η ζωή είναι όμορφη, παλικάρι μου, μόνο όταν την ζεις. Όταν κυλιέσαι μαζί της. Πότε σε λασπουριές και πότε σε ροδοπέταλα. Κράτα της αναμνήσεις σου και προχώρα… Μια περιπλάνηση είναι το διάβα μας σ” αυτό το κόσμο. Μια περιπλάνηση ανάμεσα ουρανού και γης. Aντε να πιούμε και το τελευταίο. Έχω να σηκωθώ νωρίς αύριο. Πρέπει να κλαδέψω τις τριανταφυλλιές. Αλλιώς, πώς θα θυμάμαι το χαμόγελο αυτηνής της κακούργας της Μελπομένης;

Ποιος είναι ο δυνατός;

– Ποιος είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.

– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του. Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι. Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους. Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους. Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες. Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό. Και μια στιγμή,μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του, κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.

Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε. Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα. Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές. Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:

– Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου! ………………………………………………………………………………………………

«Πρόσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου μ” ένα λουλούδι στο χέρι. Μπορεί να γονατίζεις, να σέρνεσαι, να ματώνεις. Ωραία! Δε χάλασε ο κόσμος. Έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους. Έχεις πάντα το καιρό να σηκωθείς. Τ” αγάλματα μόνο δε λυγάνε».

Ονειρεύονται… και ελπίζουν…

– Πες μου ένα χαρούμενο τραγούδι για την ζωή, είπε το δέντρο στ” αστέρι του.

– Το τραγούδι που λέει η καγκελόπορτα, όταν ανοίγει και μπαίνει κάποιος που αγαπάς.

– Δείξε μου ένα ακριβό στολίδι.

– Τα καράβια και τους Ινδιάνους με τα βέλη και τα πολύχρωμα φτερά, που είναι ζωγραφισμένα στους άσπρους τοίχους μιας καμαρούλας.

– Όμορφη βραδιά απόψε. Aκου, πως τραγουδάει το τριζόνι!

Σε λίγο θα βγει ο Αυγερινός. Σε λίγο θα ξημερώσει. Κοίτα που ξεχάστηκε μια ξελογιασμένη καρδερίνα. Και ξαγρυπνά. Κοιτάζει το φεγγάρι. Και ονειρεύεται…

– Σε λίγο θα ξημερώσει… Κοίτα που ξεχάστηκαν κάποιοι ξελογιασμένοι άνθρωποι. Και ξαγρυπνούν. Κοιτάζουν το φεγγάρι. Κι ονειρεύονται… Ονειρεύονται και ελπίζουν…

Το χρώμα του φεγγαριού — Αλκυόνη Παπαδάκη

:rose:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Δευ 14 Δεκ 2015, 09:34
από ARKADROSOYL
:rose:
παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ


Στην καρδιά του χειμώνα σε μια παγωμένη μεγαλούπολη
ένα ορφανό αγόρι αναζητά καταφύγιο
σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
Κάθε μέρα στέκεται στα φανάρια
όπου πουλά χαρτομάντηλα,
χαζεύει τις λαμπρές βιτρίνες με τα παιχνίδια και τα γλυκά
και λίγο πριν γυρίσει στο κατάλυμα του
μαζεύει ένα σάπιο μήλο από τα σκουπίδια.
Στο πεζοδρόμιο του σπιτιού
στέκεται ένα ''πληγωμένο'' δέντρο...
αδύναμο και μόνο.
Το δέντρο είναι ο μοναδικός φίλος του αγοριού.
Όταν το εγκαταλελειμμένο σπίτι θα κριθεί
κατεδαφιστέο και το δέντρο θα αποφασιστεί
ότι πρέπει να κοπεί, οι δυο τους θα μείνουν
μετέωροι στη σκληρή πραγματικότητα.
Θα αντικρίσουν μια χριστουγεννιάτικη
εικόνα θαλπωρής στην απέναντι πολυκατοικία
με μια οικογένεια να βρίσκεται ενωμένη στα ζεστά.
Τότε το δέντρο θα ζητήσει από το
αγόρι να το στολίσει για να το κάνει ωραίο,
καθώς αυτά θα είναι τα τελευταία Χριστούγεννα του.
Δεκάδες πυγολαμπίδες θα στολίσουν τα κλαδιά του και
ένα λαμπερό αστέρι θα φωτίσει την κορυφή του,
με μια ευχή του αγοριού.
Έπειτα το αγόρι θα ζητήσει μια χάρη,
να ξεκουραστεί στη ρίζα του.
Το δέντρο και το αγόρι
θα ζήσουν το όνειρο τους.. αυτό το παγωμένο
βράδυ. Μια πριγκίπισσα θα έρθει να τους
συναντήσει και θα τους πάρει μαζί τους
μακριά από αυτόν τον ''παγωμένο'' κόσμο!

Αυτή την ιστορία θυμήθηκα σήμερα
που κάνει τσουχτερό κρύο και εκατοντάδες
αστέγοι βρίσκονται στις πόλεις.
Μοναξιά, αποξένωση,
θλίψη, απόγνωση όλα αυτά τα θλιβερά συναισθήματα
στριμώχνονται σε αυτό το βιβλίο.
Μου θυμίζει το ''Κοριτσάκι με τα σπίρτα'',
όμως χωρίς ίχνος μελοδραματισμού.
Ένα παιδί χωρίς σπίτι, χωρίς μια αγκαλιά
προσφέρει αυτά που δεν έχει το ίδιο
σε ένα δέντρο.
Κάπου διάβασα ότι το βιβλίο
στέλνει και ένα οικολογικό μήνυμα.. τι παράξενη
σύμπτωση στους καιρούς που ζούμε,
όπου κόβουμε τα δέντρα που έχουν απομείνει
στα δάση της μεγαλούπολης Αθήνας για να ζεσταθούμε.

http://paramythitis.blogspot.gr/2013/01 ... _2107.html

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τρί 15 Δεκ 2015, 09:26
από ARKADROSOYL
:rose:

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ


Καλός και Κακός Καιρός

Δεν με πειράζει αν απλώνη
έξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα, και κρυάδα.
Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.
Το γέλοιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,
σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,
του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λυώνει.

Τι ωφελεί οπού φυτρώνει
λουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!
Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.
Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,
σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,
πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.

(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ 17 Δεκ 2015, 08:05
από ARKADROSOYL
Να ειπωθούν όλα: ένα ποίημα του Πωλ Ελυάρ

Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη

(1951)

Απόδοση Παναγιώτης Φραντζής, με βάση τη μετάφραση του Σπύρου Τζουβέλη

:rose:

Tout dire


Le tout est de tout dire, et je manque de mots
Et je manque de temps, et je manque d΄audace
Je rêve et je dévide au hasard mes images
J΄ai mal vécu, et mal appris à parler clair.

Tout dire les roches, la route et les pavés
Les rues et leurs passants les champs et les bergers
Le duvet du printemps la rouille de l΄hiver
Le froid et la chaleur composant un seul fruit

Je veux montrer la foule et chaque homme en détail
Avec ce qui l΄anime et qui le désespère
Et sous ses saisons d΄homme tout ce qui l΄éclaire
Son espoir et son sang son histoire et sa peine

Je veux montrer la foule immense divisée
La foule cloisonnée comme un cimetière
Et la foule plus forte que son ombre impure
Ayant rompu ses murs ayant vaincu ses maîtres

La famille des mains, la famille des feuilles
Et l΄animal errant sans personnalité
Le fleuve et la rosée fécondants et fertiles
La justice debout le pouvoir bien planté

Pouvoir Tout Dire (1951) - Paul ÉLUARD.

:rose:
http://www.aristerovima.com/details.php?id=2825

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τρί 29 Δεκ 2015, 09:54
από ARKADROSOYL
Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Αναγνωρισμένα

Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ
:rose:

Χρόνια πολλά με υγεία και ό,τι καλύτερο σε όλους...
:lovey0:

Re: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δημοσιεύτηκε: Τρί 29 Δεκ 2015, 12:13
από BlueAngel
ARKADROSOYL έγραψε:Κεριά

Χρόνια πολλά με υγεία και ό,τι καλύτερο σε όλους...
:lovey0:
να είσαι καλα και εσύ με το τόσο όμορφο νήμα που έχεις φτιάξει